του Γ.Χ Παπασωτηρίου
Το τσατμένιο σπίτι, τα κεραμίδια απ’ όπου το καλοκαίρι έμπαιναν τ’ αστέρια και το χειμώνα η βροχή, ο σοφράς, τα ξύλινα κουτάλια, η οκλαδόν ανθρωπότητα, ο Καραγκιόζης και τα πεινασμένα όνειρά του, το πα βου γα δι κε ζο νι στο γραμμόφωνο με τον Τσιτσάνη και στο Άξιον Εστί του πάππου του παπά. Το «Δοξαστικόν» του Ελύτη αλλά και του Μίκη Θεοδωράκη. Τέλος, οι πίνακες του Θεόφιλου. Ε, λοιπόν, κάποτε το ελληνικό φως είχε όχι μόνο αισθητικά αλλά και οντολογικά χαρακτηριστικά, καθώς αποδίδονταν σ’ αυτό μια λειτουργία «ενανθρωπισμού». Συνειρμοί καθώς διαβάζω για τη συμφωνία με το Κατάρ, για το Ελληνικό που θα γίνει καζίνο και άλλα συναφή. Χρειαζόμαστε τα χρήματα λένε. Ε, τότε ας πουλήσουμε και την Ακρόπολη, όπως πρότεινε εκείνο το χυδαίο γερμανικό περιοδικό. Όμως, το «μέσα μας» αντιδρά, γιατί ο τόπος μας είναι μνήμη, είναι περιοχή μνείας και μάθησης, είναι χώρος και λόγος, ένας κοινός τόπος αναφοράς, μία αρχετυπική πατρίδα, γιατί εντέλει ο τόπος είναι εμείς. Γι’ αυτό η αλλοίωση του τόπου(Ελληνικό=Λας Βέγκας), η αλλοίωση της γλώσσας(γκρίκλις) σημαίνουν ξερίζωμα, εκ-τοπισμό, ενώ η εντοπία(όπως την εννοεί ο Γ. Σεφέρης αλλά και ο Κώστας Παπαϊωάννου), αυτή που έχει ως στόχο να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη φύση και να τον οδηγήσει ξανά στην αρμονία, στην καλύτερη περίπτωση τον οδηγεί στη δυστοπία, σε κάτι δηλαδή που του είναι όχι μόνο ανοίκειο αλλά και το οποίο τον αλλοτριώνει, του αφαιρεί την ταυτότητα. Γι’ αυτό απέναντι στο καζίνο και την αισθητική του τζόγου καθώς και στην ιδεολογία της κατανάλωσης και της παγκοσμιότητας, που έρχεται από τη Δύση μέσω Κατάρ έχουμε να αντιτείνουμε ως αμυντικό όπλο μόνο την εντοπία
Γιατί στην Ελλάδα η νεοτερικότητα έψαξε το λόγο της στον «τόπο της Ελλάδας», στην «αυτοχθονία» της, στην «ελληνική παράδοση», στο ότι «ο πολιτισμός είναι φύση», είναι φως. Η ρευστότητα, το αίμα του Ελληνισμού είναι το φως. Η νεοτερικότητα εδώ διαμορφώθηκε υπερασπιζόμενη το αυτόχθον, τη λαϊκή παράδοση, διακηρύσσοντας την αντιπάθειά της προς την τεχνολογία και τον πολιτισμό της μαζικής κατανάλωσης. Οφείλουμε συνεπώς να αποκαταστήσουμε την εντοπία και την αρμονία. Γιατί «Από την Αναγέννηση και μετά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε το σύμπαν ως ένα δομημένο και συνεκτικό όλον», όπως σημειώνει ο Κ. Παπαϊωάννου, εφεξής «ο κόσμος των πραγμάτων και ο κόσμος του πνεύματος εμφανίζονται ως οι δύο πόλοι μιας πραγματικότητας… Το είναι της φύσης αποτελεί στο εξής αντικείμενο παράστασης, επιστημονικής γνώσης και τεχνικής εκμετάλλευσης. Το είναι του ανθρώπου τίθεται ως υποκείμενο απέναντι στον κόσμο ο οποίος γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα σύστημα αντικειμένων ουσιαστικά ξένο προς τον άνθρωπο, ‘’βουβό’’ σε ό,τι αφορά τον ύστατο προορισμό του». Πριν η ύπαρξη δεν ήταν προβληματική: ο άνθρωπος αναγνώριζε τη φυσική του θέση. Τώρα τίθεται πέρα και πάνω από τη φύση. Κι αυτή η εντροπία πρέπει να αποκατασταθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου