Του Γ.Χ.Παπασωτηρίου
Σχήματα από φως. Πρόσωπα από φως. Εδώ, κάτω από αυτό το φως, επιτελέστηκε η συνύπαρξη του ιερού και της ύβρεως. Η οδύνη και η χαρά, η ομορφιά και η ασχήμια, η ζωή και ο θάνατος. Μία Γυναίκα, η Μαίρη Παπαγιαννίδη «φεύγει» οριστικά από τον κόσμο τούτο την ώρα της Ανάστασης, τη στιγμή της αναμάγευσης του κόσμου και της ζωής, όταν με ανεπαίσθητους ήχους έσκαγαν οι κάλυκες και άνοιγαν τα μπουμπούκια. Στη βόρεια Ελλάδα τρεις άνθρωποις αυτοχειριάστηκαν για οικονομικούς λόγους. Το ιερό και η ύβρις, η ζωή και ο θάνατος εν ταυτώ. Και στον Κεραμεικό οι άνεργοι, γύρω από το τραπέζι-ρεφενέ, ανασυστήνουν εξ ανάγκης τις χαμένες συλλογικότητες, δένοντας την ελπίδα στο μαντήλι και πιστεύοντας ότι οι νόμοι της ζούγκλας θα καταρρεύσουν. Όμως και «η Ελπίδα είναι βίαιη», η ίδια η Αγάπη είναι βίαιη, όπως κάθε έκθεση στα ανοίγματα του φωτός, όπως κάθε είσοδος στη ζωή, όπως η πρώτη ανάσα του μωρού. Γι’ αυτό χαρά και πόνος, λύπη και ηδονή είναι αλληλένδετα. Αλλά γιατί μία χαρά να αντιστοιχεί σε χίλιες οδύνες; Αυτό ο αναρωτιέται ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο ποιητής. Και απαντά ο ίδιος: Γιατί έτσι είναι η ζωή, βαίνει χωρίς κανένα λόγο, ως εική, απλώς για να αναπαράγεται. Υπ’ αυτή την οπτική μπορούμε να τραγουδήσουμε ζήτω το Πάσχα, ζήτω η Άνοιξη, ζήτω η ζωή που πεθαίνει χίλιες φορές κι ανασταίνεται άλλες τόσες, ζήτω ο άνθρωπος που ονειρεύεται μία χαρά και ας γεύεται οδύνες μύριες, ζήτω και ο Juan Gelman, εκείνος ο Αργεντίνος ποιητής, που έγραφε στο δολοφονημένο από τη χούντα παιδί του: «Συνεχίζεις να επανέρχεσαι/ και εγώ σου λέω συνεχώς πως είσαι νεκρός». Έτσι επανέρχονται τα αόρατα παιδιά, οι εσταυρωμένοι στα πεζοδρόμια της ανεργίας, οι ανέστιοι στα χαρτόκουτα και στις τρώγλες της ανέχειας, οι απελπισμένοι κι όλοι όσοι ζητούν το μερτικό τους στο φως, το μερίδιό τους στη ζωή.
Γι’ αυτό, λέω, καθώς κοιτάζω τους ομοτράπεζους γλεντοκόπους του Κεραμεικού, πως αυτές τις ώρες, τούτες τις μέρες που η ανθρωπιά επανασυστήνεται κι ο άνθρωπος ξαναβρίσκει το χαμένο βλέμμα τού «άνω θρώσκω», η ανέχεια και η δυστυχία αντέχεται. Μέσα από το «γλεντάμε τον πόνο μας», που άκουσα τόσες φορές αυτές τις ημέρες, η οδύνη διασκεδάζεται, σκορπίζεται, νικιέται. Μαζί τους ηττάται και η βαρβαρότητα των τοκογλύφων. Ηττώνται κατά κράτος από τους μεσογειακούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους του ήλιου, τα «τανκς» των οίκων αξιολόγησης και των περίφημων αγορών, ο απανδόκευτος γερμανικός τρόπος του ζην. Γι’ αυτό ίσως υπάρχει μία ελπίδα, ακόμα κι αν «βρισκόμαστε μπροστά στην πλήρη κατάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος» όπως φοβάται, πλέον, ο Πωλ Κρούγκμαν.
Σχήματα από φως. Πρόσωπα από φως. Εδώ, κάτω από αυτό το φως, επιτελέστηκε η συνύπαρξη του ιερού και της ύβρεως. Η οδύνη και η χαρά, η ομορφιά και η ασχήμια, η ζωή και ο θάνατος. Μία Γυναίκα, η Μαίρη Παπαγιαννίδη «φεύγει» οριστικά από τον κόσμο τούτο την ώρα της Ανάστασης, τη στιγμή της αναμάγευσης του κόσμου και της ζωής, όταν με ανεπαίσθητους ήχους έσκαγαν οι κάλυκες και άνοιγαν τα μπουμπούκια. Στη βόρεια Ελλάδα τρεις άνθρωποις αυτοχειριάστηκαν για οικονομικούς λόγους. Το ιερό και η ύβρις, η ζωή και ο θάνατος εν ταυτώ. Και στον Κεραμεικό οι άνεργοι, γύρω από το τραπέζι-ρεφενέ, ανασυστήνουν εξ ανάγκης τις χαμένες συλλογικότητες, δένοντας την ελπίδα στο μαντήλι και πιστεύοντας ότι οι νόμοι της ζούγκλας θα καταρρεύσουν. Όμως και «η Ελπίδα είναι βίαιη», η ίδια η Αγάπη είναι βίαιη, όπως κάθε έκθεση στα ανοίγματα του φωτός, όπως κάθε είσοδος στη ζωή, όπως η πρώτη ανάσα του μωρού. Γι’ αυτό χαρά και πόνος, λύπη και ηδονή είναι αλληλένδετα. Αλλά γιατί μία χαρά να αντιστοιχεί σε χίλιες οδύνες; Αυτό ο αναρωτιέται ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο ποιητής. Και απαντά ο ίδιος: Γιατί έτσι είναι η ζωή, βαίνει χωρίς κανένα λόγο, ως εική, απλώς για να αναπαράγεται. Υπ’ αυτή την οπτική μπορούμε να τραγουδήσουμε ζήτω το Πάσχα, ζήτω η Άνοιξη, ζήτω η ζωή που πεθαίνει χίλιες φορές κι ανασταίνεται άλλες τόσες, ζήτω ο άνθρωπος που ονειρεύεται μία χαρά και ας γεύεται οδύνες μύριες, ζήτω και ο Juan Gelman, εκείνος ο Αργεντίνος ποιητής, που έγραφε στο δολοφονημένο από τη χούντα παιδί του: «Συνεχίζεις να επανέρχεσαι/ και εγώ σου λέω συνεχώς πως είσαι νεκρός». Έτσι επανέρχονται τα αόρατα παιδιά, οι εσταυρωμένοι στα πεζοδρόμια της ανεργίας, οι ανέστιοι στα χαρτόκουτα και στις τρώγλες της ανέχειας, οι απελπισμένοι κι όλοι όσοι ζητούν το μερτικό τους στο φως, το μερίδιό τους στη ζωή.
Γι’ αυτό, λέω, καθώς κοιτάζω τους ομοτράπεζους γλεντοκόπους του Κεραμεικού, πως αυτές τις ώρες, τούτες τις μέρες που η ανθρωπιά επανασυστήνεται κι ο άνθρωπος ξαναβρίσκει το χαμένο βλέμμα τού «άνω θρώσκω», η ανέχεια και η δυστυχία αντέχεται. Μέσα από το «γλεντάμε τον πόνο μας», που άκουσα τόσες φορές αυτές τις ημέρες, η οδύνη διασκεδάζεται, σκορπίζεται, νικιέται. Μαζί τους ηττάται και η βαρβαρότητα των τοκογλύφων. Ηττώνται κατά κράτος από τους μεσογειακούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους του ήλιου, τα «τανκς» των οίκων αξιολόγησης και των περίφημων αγορών, ο απανδόκευτος γερμανικός τρόπος του ζην. Γι’ αυτό ίσως υπάρχει μία ελπίδα, ακόμα κι αν «βρισκόμαστε μπροστά στην πλήρη κατάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος» όπως φοβάται, πλέον, ο Πωλ Κρούγκμαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου