Του Παναγιώτη Σωτήρη
Τριάντα χρόνια συσσωρευμένης απέχθειας για οτιδήποτε κατέκτησε το φοιτητικό και το πανεπιστημιακό κίνημα βρίσκουν την έκφρασή τους στο νομοθετικό έκτρωμα που έδωσε στη δημοσιότητα το Υπουργείο Παιδείας. Με μεθοδικότητα κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου το νομοσχέδιο επιδιώκει να αποδομήσει την ίδια την κατοχυρωμένη από δεκαετίες έννοια της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και να επιβάλει μια βίαιη «αλλαγή παραδείγματος» και την πλήρη μετάβαση στην επιχειρηματική ανώτατη εκπαίδευση.
Αντιστοιχεί σε μια γενικότερη μετατόπιση μέσα στη συγκυρία, καθώς αντιμέτωπες με τη βαθιά καπιταλιστική κρίση οι κυρίαρχες δυνάμεις αναδιπλώνονται στην αναίρεση κατακτήσεων, στην εμπορευματοποίηση κοινωνικών αγαθών, στην αναγόρευση της «αγοράς» σε υπέρτατο κριτήριο, στη διαμόρφωση μιας εργατικής δύναμης με περισσότερες δεξιότητες αλλά και πολύ λιγότερα δικαιώματα.
Καταρχάς, η προτεινόμενη «μεταρρύθμιση» σφραγίζεται από την αναγόρευση του αυταρχικού και ιεραρχικού τρόπου διοίκησης των επιχειρήσεων σε απόλυτο πρότυπο διαχείρισης των Πανεπιστημίων. Ο παντοδύναμος Πρύτανης – μάνατζερ θα λειτουργεί ως διευθύνων σύμβουλος, θα συγκεντρώνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων, λογοδοτώντας μόνο στο Συμβούλιο Διοίκησης, ενώ η Σύγκλητος γίνεται διακοσμητική. Ο Πρύτανης αποφασίζει, το Συμβούλιο εγκρίνει και η Σύγκλητος «γνωμοδοτεί», αυτή θα είναι πλέον η διαδικασία. Αντί για αιρετά όργανα που λογοδοτούν σε όσους τα ανέδειξαν κυριαρχεί η λογική του διορισμού, οδηγώντας στην υποχρεωτική παρουσία διορισμένων μελών στο «Συμβούλιο» και στο διορισμένο και όχι εκλεγμένο Πρύτανη. Η φοιτητική συμμετοχή πρακτικά καταργείται και οι φοιτητικοί σύλλογοι στερούνται τη δυνατότητα να ορίζουν τους αντιπροσώπους τους. Ουσιαστικά, οι διαδικασίες απόφασης «αποστειρώνονται» από την ενοχλητική παρουσία του φοιτητικού κινήματος και των εκπροσώπων των υπόλοιπων εργαζομένων μέσα στο Πανεπιστήμιο. Ο «οργανισμός» κάθε ΑΕΙ ανάγεται σε ένα πραγματικό «παρασύνταγμα» μέσα σε κάθε ίδρυμα, αφού αυτός θα ορίζει κρίσιμες διαδικασίες και θα επιβάλει τη συμμόρφωση με την επιχειρηματική λογική για την ανώτατη εκπαίδευση.
Την ίδια στιγμή εντονότερος παρά ποτέ θα είναι ο κρατικός παρεμβατισμός στη διοίκηση. Σε πείσμα όλων των αναφορών σε «αυτοτέλεια» των ΑΕΙ, αυτά θα εξαρτώνται από τόσο από το εάν η παντοδύναμη Ανεξάρτητη Αρχή για διασφάλιση της ποιότητας θα δίνει αφενός τη πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών αφετέρου θετικές αξιολογήσεις, από τις οποίες θα εξαρτάται και μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης. Στην πραγματικότητα, περισσότερο παρά ποτέ, πηγαίνουμε σε μια βίαιη επιβολή ενός συγκεκριμένου προτύπου σπουδών προσανατολισμένο σε κατευθύνσεις τεχνοκρατικές και αγοραίες. Όσο και να προσπάθησαν να μας πείσουν για τον «ακαδημαϊκό» και «βελτιωτικό» χαρακτήρα της αξιολόγησης, τώρα αποδεικνύεται ο βαθιά αντιδραστικός, φρονηματικός και τιμωρητικός χαρακτήρας που θα έχει.
Ως προς τα πτυχία ολοκληρώνεται η πορεία που οδηγεί από το πτυχίο στον ατομικό φάκελο προσόντων και τη διάλυση των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Η μετάβαση από τα Τμήματα στις «Σχολές» με τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών, η εισαγωγή συστήματος πιστωτικών μονάδων, η πλήρης εμπέδωση της λογικής της διαδικασίας της Μπολόνια και των τριών κύκλων σπουδών, η ρητή δυνατότητα πτυχίων σε 3 χρόνια συγκλίνουν σε αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια ώρα που η ανεργία των νέων εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη και οι εργασιακές σχέσεις κατρακυλούν στη βαρβαρότητα, οι αυριανοί πτυχιούχοι θα μπουν στην αγορά εργασίας χωρίς κατοχυρωμένα συλλογικά δικαιώματα, περισσότερο εξατομικευμένοι και απροστάτευτοι παρά ποτέ.
Την ίδια στιγμή τα Πανεπιστήμια εξωθούνται σε ανταποδοτικές και επιχειρηματικές πρακτικές. Στο τέλος αυτής της «μεταρρύθμισης» μόνο με εισαγωγή διδάκτρων (τα οποία ήδη ο νόμος ρητά προβλέπει για τις πρακτικές δια βίου και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης) θα μπορέσουν τα ΑΕΙ να αντιμετωπίσουν τη χρηματοδοτική ασφυξία που φέρνει όχι μόνο το Μνημόνιο αλλά και ο νέος τρόπος χρηματοδότησης, καθώς το Δημόσιο θα εγγυάται μόνο μικρό μέρος της χρηματοδότησης (υπό την προϋπόθεση της θετικής αξιολόγησης και προσφερόμενο στη βάση «αντικειμενικών» κριτηρίων). Κατά συνέπεια αναγκαστικά θα έχουμε ανάπτυξη επιχειρηματικών πρακτικών σε ό,τι αφορά την έρευνα, την εμπορία ευρεσιτεχνιών, την «αξιοποίηση» της περιουσίας των ιδρυμάτων. Ταυτόχρονα, θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο η πίεση προς τους διδάσκοντες να φέρνουν ανταγωνιστικά προγράμματα, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο θα ενισχύεται η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων, σε βάρος της κριτικής επιστημονικής έρευνας. Όσοι κλάδοι και αντικείμενα δεν κατορθώνουν να κερδίσουν «χορηγίες», κύρια στις κοινωνικές επιστήμες και τις ανθρωπιστικές σπουδές, θα αντιμετωπίζουν την προοπτική του οριστικού μαρασμού. Επιπλέον, η κατάργηση της δημόσιας διανομής συγγραμμάτων μέσα σε τρία χρόνια όχι μόνο θα μεταφέρει μεγάλο μέρος του κόστους στις πλάτες των φοιτητών (είναι προφανές ότι πέραν των ηλεκτρονικών «σημειώσεων» οι φοιτητές θα εξωθούνται στην αγορά βιβλίων) αλλά και θα αποτελέσει τεράστιο πλήγμα στην όποια ελληνική επιστημονική εκδοτική δραστηριότητα είχε απομείνει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νόμος προβλέπει φοιτητικά δάνεια, πρακτική που σε άλλες χώρες έχει οδηγήσει σε τρομακτική υπερχρέωση των φοιτητών.
Σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο λογικό είναι να υπάρχει ένας παροξυσμός αυταρχισμού απέναντι στα κινήματα. Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η τρομαχτική μείωση της φοιτητικής συμμετοχής, η αφαίρεση από τους φοιτητικούς συλλόγους του δικαιώματος να ορίζουν τους αντιπροσώπους τους, η στέρηση από όλους τους υπόλοιπους εργαζομένους στα ΑΕΙ να έχουν εκπροσώπους στα όργανα διοίκησης, η διαγραφή όσων φοιτητών καθυστερούν να πάρουν το πτυχίο τους, οι ακόμη πιο αυστηροί οργανισμοί και εσωτερικοί κανονισμοί, όλα αυτά επιδιώκουν να επιβάλουν ένα κλίμα πειθάρχησης απέναντι στην ενοχλητική ανορθογραφία που αποτέλεσε πάντα το φοιτητικό αλλά και ευρύτερα το πανεπιστημιακό κίνημα. Το όραμα των εμπνευστών του νόμου είναι ένα πανεπιστήμιο στο οποίο δεν θα γίνονται συνελεύσεις, δεν θα γίνονται αποχές, καταλήψεις και απεργίες, δεν θα διακόπτεται ποτέ η έρευνα και η αστυνομία και τα ΜΑΤ θα μπαινοβγαίνουν όποτε θέλουν στους Πανεπιστημιακούς χώρους.
Όλα αυτά συνδυάζονται και με μια ριζική υποβάθμιση και κατηγοριοποίηση του διδακτικού προσωπικού. Η μονιμότητα τίθεται υπό αίρεση αφού και οι πρωτοβάθμιοι καθηγητές θα υπόκειται σε περιοδική αξιολόγηση. Ο νέος τρόπος εκλογής και εξέλιξης θα ενισχύσει πρακτικές ιδεολογικού ελέγχου και θα επιτείνει την ανασφάλεια. Η διαρκής αναφορά σε κριτές εξωτερικού (ακόμη και στην αξιολόγηση διδακτορικών διατριβών!) συμπυκνώνει μια ιδιότυπη εκδοχή εκούσιας ακαδημαϊκής αποικιοκρατίας. Η δημόσια επιχορήγηση θα αφορά μόνο τη βασική μισθοδοσία, ενώ ανάλογα με τα έσοδά τους τα πανεπιστήμια θα μπορούν να προσφέρουν και «bonus» ενισχύοντας πρακτικές κατηγοριοποίησης. Την ίδια στιγμή η επισφάλεια θα ενισχυθεί με το νέο θεσμό των συμβασιούχων εντεταλμένων διδασκαλίας που θα αντικαταστήσουν τους λέκτορες, ενώ προίκα στο νέο νόμο θα είναι οι διαφαινόμενες απολύσεις εκατοντάδων συμβασιούχων διδασκόντων 407/80.
Είναι σαφές ότι εάν όλα αυτά θεσπιστούν, θα μιλάμε για το τέλος της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης σε όλες τις πλευρές της. Η δημόσια και δωρεάν παιδεία ουσιαστικά καταργείται. Η εργασιακή προοπτική των πτυχιούχων υπονομεύεται. Ο μορφωτικός ρόλος του πανεπιστημίου, η δυνατότητα παραγωγής κριτικής σκέψης και κοινωνικά χρήσιμης γνώσης αναιρείται βίαια. Η εργασιακή και ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια όσων εργάζονται στο πανεπιστήμιο εξευτελίζεται. Η δυνατότητα των κινημάτων να παρεμβαίνουν ακυρώνεται.
Δεν πρόκειται απλώς για ονειρώξεις κάποιων εμμονικών νεοφιλελεύθερων. Μιλάμε για ένα νόμο που πρόκειται να ψηφιστεί και αναιρεί ένα βασικό κοινωνικό αγαθό μια κοινωνική κατάκτηση δεκαετιών. Γι’ αυτό και πρέπει να αναλογιστούμε την ευθύνη μας. Δειλά - δειλά οι δυνάμεις του ακαδημαϊκού δωσιλογισμού βγαίνουν στο προσκήνιο ανακαλύπτοντας θετικές πλευρές ή ελπίζοντας να πάρουν μερίδιο εξουσίας στη νέα κατάσταση. Ήρθε η ώρα να σηκώσουμε το γάντι της σύγκρουσης: περνώντας από τις φραστικές καταδίκες στην έμπρακτη αντιπαράθεση, δηλώνοντας την πλήρη ανυπακοή μας στο νέο νόμο, ανακοινώνοντας τη δέσμευσή μας για υπονόμευση και σαμποτάρισμα κάθε φάσης της εφαρμογής, αποφασίζοντας από τώρα ότι το επόμενο ακαδημαϊκό έτος δεν θα ξεκινήσει γιατί τα Πανεπιστήμια θα είναι κλειστά από απεργίες και καταλήψεις. Η κυβέρνηση του Μνημονίου, του αίματος και της πλήρους υποτέλειας στην Τρόικα είναι βαθιά γελασμένη εάν πιστεύει ότι θα βάλει ταφόπλακα στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Το πλήρες κείμενο του νέου νόμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου