«Ήταν η δυσκολότερη χρονιά από πλευράς συνθηκών με το καλύτερο αποτέλεσμα... Ανάπτυξη δεν γίνεται με νόμους, ανάπτυξη γίνεται με Παιδεία. Θα δώσουμε και δίνουμε στην Παιδεία, σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, ό,τι είναι δυνατόν». (Α. Διαμαντοπούλου, 14/09/2010)
Κάτω από άλλες κοινωνικές συνθήκες, δηλώσεις ρουτίνας σαν τις παραπάνω θα ήταν δείγματα ματαιοδοξίας και πολιτικής μυωπίας. Στη δίνη όμως της κρίσης, καθώς ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι διακρίσεις θεριεύουν, η πρωθυπουργική ρητορεία και τα περί «ποιότητας» φληναφήματα της υπουργού δια βίου Αμάθειας προκαλούν, το λιγότερο, το δημόσιο αίσθημα. Ήδη με το βάρβαρο πακέτο νομοθετικών ρυθμίσεων, που τρόικα και κυβέρνηση επέβαλαν πραξικοπηματικά στον ελληνικό λαό, έχει πληγεί βάναυσα -πρώτος, αλλά όχι μόνος, δυστυχώς- ο χώρος της Εκπαίδευσης και, κυρίως, οι εκπαιδευτικές δομές που αφορούν στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Για ποια ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών μιλά, λοιπόν, η κυρία Διαμαντοπούλου, όταν το ποσοστό εγκατάλειψης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας αγγίζει πλέον το ντροπιαστικό 20%; Ποιο είναι το δήθεν «καλύτερο αποτέλεσμα» της πολιτικής της, όταν σύμφωνα με την «Παρέμβαση Αναπήρων Πολιτών» -των πολιτών χωρίς φωνή και χωρίς δικαίωμα στα αγαθά της Παιδείας και της Υγείας-, από τους 185.000 ανάπηρους μαθητές μόλις το 1/10 πηγαίνει στο σχολείο, ενώ πολλοί από αυτούς υποχρεώνονται φέτος να το εγκαταλείψουν; Όταν 2.000 περίπου τυφλά παιδιά δεν έχουν περάσει το κατώφλι του σχολείου, ενώ ένα από τα τελευταία καταφύγιά τους, η Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη, κινδυνεύει να κλείσει; Όταν η Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση έχει χάσει ήδη το 40% του μαθητικού της δυναμικού, όταν οι παιδικοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία δεν επαρκούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας; Ποια πολιτική ισότητας μπορεί να εφαρμοστεί, όταν τα προγράμματα στήριξης των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες και αναπηρίες καθημερινά συρρικνώνονται; Πώς θα λειτουργήσουν τα σχολεία, όταν η έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού οδηγεί σε σχολεία με πληθωρικές σχολικές τάξεις, με περισσότερα από τα 25 παιδιά που προβλέπει ο νόμος ακόμη και για τα Δημοτικά; Πώς θα μπορέσουν οι εκπαιδευτικοί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του έργου τους, όταν στερούνται την αναγκαία επιμόρφωση, υποχρεώνονται σε σκληρές εργασιακές συνθήκες και οδηγούνται στα όρια της φτώχειας; Πώς θα καλυφθούν οι διδακτικές ανάγκες σε κάθε μέτωπο της εκπαίδευσης,τυπικής και άτυπης, χωρίς κάλυψη των κενών με μόνιμους διορισμούς;
Φέτος, μάλιστα, οι γονείς θα χρειαστεί να βάλουν ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να καλύψουν ακόμη και δαπάνες του σχολείου που μέχρι σήμερα καλύπτονταν από κρατικούς πόρους. Θυμίζουμε πως οι θεσμοθετημένοι πόροι που πρέπει να καταβάλει η κεντρική εξουσία στους Δήμους για τη συντήρηση, τη θέρμανση και τη λειτουργία των κανονικών σχολείων έχουν ήδη περικοπεί κατά 50%. Τα άμεσα, πιεστικά προβλήματα λειτουργίας των σχολείων δεν είναι όμως και τα μοναδικά. Τα προγράμματα σπουδών, τα διδακτικά βιβλία, οι παιδαγωγικές μέθοδοι, οι πολιτικές αντιστάθμισης των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, η αρχική εκπαίδευση και η συνεχής επιμόρφωση του διδακτικού προσωπικού είναι ζητήματα άμεσης προτεραιότητας.
Για να ανταποκριθεί η εκπαίδευση στις ανάγκες και τα οράματα της νεολαίας μας, πρέπει να αναπτύξουμε ένα κίνημα εκπαιδευτικού διαφωτισμού και να διεκδικήσουμε μια ριζική, δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που θα μεταβάλλει συνολικά τη φιλοσοφία και το πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων μας.
Τριαντάφυλλος Τρανός
Πρόεδρος της Γ΄ ΕΛΜΕ-Θεσ/νίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου