Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

«Γεια σας, σας τηλεφωνώ για την οφειλή σας…»

                        «Γεια σας, σας τηλεφωνώ για την οφειλή σας…»

απο το blog της Ντίνας Δασκαλοπούλου.
Δημοσιεύτηκε 6 Μαρτίου 2011 στο Έψιλον”
Κάθε πρωί, νωρίς, βάφονται διακριτικά, φοράνε τα σκουλαρίκια τους και ντύνονται ευπρεπώς. Σφίγγουν τη ζώνη της καμπαρντίνας τους, ακυρώνουν το εισιτήριο στο μετρό, κατεβαίνουν στην Ομόνοια και προχωρούν βιαστικά προς το γραφείο. Κατεβαίνουν τη σκάλα κι ανοίγουν την πρώτη πόρτα αριστερά στο υπόγειο. Κλειδώνουν όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα στο ερμάρι με τ’ όνομά τους και ακουμπούν δίπλα στον υπολογιστή ένα ποτήρι νερό• τα προσωπικά αντικείμενα στο γραφείο απαγορεύονται. Κάθε μέρα αλλάζουν θέση• οι σχέσεις με τον διπλανό απαγορεύονται. Κλείνουν το κινητό τους• οποιαδήποτε επαφή απαγορεύεται. Καπνίζουν βιαστικά ένα τσιγάρο στο διάδρομο• το κάπνισμα απαγορεύεται. Κάνουν πιπί τους πριν καθίσουν μπροστά στον υπολογιστή• απαγορεύεται να διακόψουν για τουαλέτα. Ρουφάνε στα γρήγορα έναν γαλλικό• ο ελληνικός απαγορεύεται διότι το μπρίκι αργεί. Κι ύστερα στρώνονται στη δουλειά.

Τουλάχιστον δεν ανησυχούν αν αύριο θα έχουν δουλειά. Στην Ελλάδα του μνημονίου ο κλάδος τους είναι μάλλον ο δυναμικότερα αναπτυσσόμενος.
Οσο περισσότεροι χρωστάμε (όσο περισσότερα χρωστάμε) τόσο περισσότερο οι δουλειές για τις εισπρακτικές εταιρείες και τα δικηγορικά γραφεία που συνεργάζονται με τράπεζες θα ανοίγουν. Τα κορίτσια των εισπρακτικών μπορεί να ντρέπονται να ομολογήσουν τι δουλειά κάνουν όταν επιστρέφουν για διακοπές στο χωριό τους, αλλά τουλάχιστον δεν ανησυχούν όταν έρχεται το τέλος του μήνα. Για τις τράπεζες, άλλωστε, λεφτά πάντα υπάρχουν.
«Γιατί θέλετε να κάνετε αυτό το ρεπορτάζ;» είναι η πρώτη ερώτηση που μου απευθύνει η Μερόπη μόλις καθόμαστε για καφέ. «Γιατί έχω διαβάσει 100 που αναφέρονται στις εμπειρίες όσων χρωστούν. Ηθελα να γνωρίσω κάποιον που να κάθεται από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου» απαντώ. «Εσείς χρωστάτε;» επιμένει. Στην αρνητική απάντησή μου, η Μερόπη ξεφυσά ανακουφισμένη: «Αρα θα μπορέσετε να μας δείτε χωρίς προκατάληψη.»
Η πρώτη εισπρακτική εταιρεία στην Ελλάδα ιδρύθηκε το 1991. Μετά 10 χρόνια λειτουργούσαν περί τις 15. Σήμερα μόνο οι εταιρείες του Συνδέσμου Εταιρειών Ενημέρωσης και Διαπραγμάτευσης Απαιτήσεων είναι 11, με 3.000 εργαζόμενους. Αν κανείς αναζητήσει εταιρείες που δεν είναι μέλη του συνδέσμου, ο αριθμός ανεβαίνει περίπου στις 150. Σ’ αυτά τα νούμερα θα έπρεπε κανονικά να προσθέσουμε και τα δικηγορικά γραφεία που «διαχειρίζονται» τους οφειλέτες αφού έχει παρέλθει το πρώτο εξάμηνο οφειλής, αλλά πρακτικά αυτό είναι αδύνατο, αφού ούτε ξεχωριστό μητρώο στον Δικηγορικό Σύλλογο τηρείται ούτε οι εργαζόμενοι σ’ αυτά τα γραφεία γράφονται στο σωματείο τους. Σίγουρα, πάντως, μιλάμε για έναν τεράστιο όγκο ανθρώπων που ανακυκλώνονται διαρκώς, αφού αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι την εργασία του εισπράκτορα ως ανάσα εσόδων σε περιόδους ανεργίας.
Η Ελένη δουλεύει σε ένα τέτοιο δικηγορικό γραφείο τον τελευταίο χρόνο: «Ημουν κοινωνική λειτουργός σε δημόσιες δομές για απόρους και κοινωνικά αποκλεισμένους. Οταν το κράτος σταμάτησε να χρηματοδοτεί τις δομές αυτές, μαζί με τους απόρους μείναμε στο δρόμο κι όλοι εμείς. Αντεξα χωρίς δουλειά έναν χρόνο. Εψαχνα παντού, κινητοποίησα φίλους και γνωστούς, δεν έβρισκα τίποτα. Αν αυτή τη στιγμή ανοίξεις τις μικρές αγγελίες, θα βρεις μόνο θέσεις για «κολέκτορες». Είχα ξαναδουλέψει ως φοιτήτρια και είχα ορκιστεί ότι ποτέ ξανά στη ζωή μου δεν θα έκανα αυτήν τη δουλειά. Και τώρα την κάνω πάλι».
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στο δικηγορικό γραφείο όπου εργάζεται η Ελένη μέσα σε έναν χρόνο οι «κολέκτορες» έχουν υπερδιπλασιαστεί: από 10 πέρυσι, φέτος φτάνουν τους 30. Τώρα, δε, που το ελληνικό δημόσιο αναθέτει και την είσπραξη φόρων στους ιδιώτες, οι εισπρακτικές και τα δικηγορικά γραφεία θα στήσουν γλέντι. Το 2001 παράγοντες της αγοράς εκτιμούσαν πως τα ετήσια έσοδα του κλάδου έφταναν στα τρία δισεκατομμύρια δρχ. και οι απαιτήσεις των εταιρειών που χειρίζονται οι εισπρακτικές ανέρχονταν περίπου στα 18 δισ. δρχ., με την αμοιβή των εταιρειών μεταξύ 3% έως 9% επί του ποσού που εισέπρατταν. Το 2007, σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς, ο τζίρος τους άγγιξε τα 60 εκατομμύρια ευρώ. Σήμερα η προμήθειά τους μπορεί να φτάσει και το 16%.
Μέχρι την κρίση, για τη γενιά μου ο δοσάς ήταν μια συμπαθητική φιγούρα που έπαιζε σε ελληνικές ταινίες, όπως το «Περάστε την πρώτη του μηνός» με τον Σταύρο Ξενίδη και την Αννα Φόνσου και το «Εξυπνο πουλί» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μετά την κρίση, έγινε μια αυταρχική φωνή που σε καλεί στο σπίτι ή στο γραφείο σου, ενίοτε και στο σπίτι των γονιών σου, από απόκρυψη. Παλιότερα, για σημαντικά ποσά• εσχάτως, ακόμα και για 60 ευρώ. «Αυτό δείχνει την αγωνία των τραπεζών και των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας για τα χρήματα. Και όσο λιγότερο ρευστό υπάρχει στην αγορά τόσο περισσότερο επίμονες θα γίνουν».
Η Μερόπη έχει στο «κιου» της, όπως λέγεται στη γλώσσα των «κολεκτόρων» το πελατολόγιο, περίπου δύο χιλιάδες πελάτες. Τους τηλεφωνεί κατά την κρίση της: «Ο δικηγόρος που έχει την εταιρεία το μόνο που ζητά είναι να μη φερθούμε με τρόπο που ο πελάτης θα μπορεί να τον παραπέμψει στον ΔΣΑ. Κατά τα άλλα, είμαστε ελεύθεροι να χειριστούμε το θέμα όπως νομίζουμε ότι θα πετύχει καλύτερα. Μπορεί να χρειαστεί να τηλεφωνώ κάθε μέρα ή, αν ο άλλος μού δηλώσει αδυναμία, να πάρω έναν μήνα μετά. Κι αν θέλω να τον βοηθήσω, μπορεί απλώς να περάσω στον υπολογιστή ότι κάλεσα και δεν ήταν εκεί. Κι αυτό, επειδή τώρα πια ελεγχόμαστε κι εμείς: πόσα τηλεφωνήματα κάναμε, πόσην ώρα μιλήσαμε και πόσα χρήματα φέραμε στην εταιρεία τον τελευταίο μήνα».
   Ολες οι μέθοδοι είναι καλές - αρκεί να φέρουν αποτέλεσμα. Ξελόγιασμα, αποπλάνηση, υποσχέσεις, υπονοούμενα και απειλές, από τηλεφώνου πάντα.

Οι «κολέκτορες» λειτουργούν με στοχοθεσία. Μιλάνε καθημερινά με περίπου 50 οφειλέτες, από τους οποίους θα επιχειρήσουν να εισπράξουν από την ελάχιστη δόση μέχρι την εξόφληση όλης της οφειλής. Δεν έχουν συλλογική σύμβαση και η αμοιβή τους είναι προϊόν προσωπικής διαπραγμάτευσης. Συνήθως κινείται μεταξύ 700 ώς 900 ευρώ. Κι αυτό εξηγεί γιατί θα τα δώσουν όλα για το πολυπόθητο μπόνους που θα πάρουν στο τέλος του μήνα αν πιάσουν το στόχο τους, που -σε εξαιρετικές περιπτώσεις- μπορεί να φτάσει και τα 2.500 ευρώ.
«Αλλιώς θα μιλήσεις σε έναν πιτσιρικά 20 χρονών που έχει μπει στον «Τειρεσία» κι αλλιώς σε έναν πανεπιστημιακό. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος κώδικας δεοντολογίας, εμάς όμως δεν μας τον έδειξε ποτέ κανείς. Κι όταν εκπαιδεύουμε νεότερους συναδέλφους, η έγνοια μας είναι να τους κάνουμε αποτελεσματικούς. Το αν θα είναι αποτελεσματικοί με απειλές, με γαλιφιές ή με το να φέρουν τον πελάτη στο φιλότιμο ουδόλως μας απασχολεί» εξηγεί η Ελένη. «Αρκεί να μη χάσει η τράπεζα τα χρήματά της. Μη φανταστείς όμως ότι αυτό είναι κάτι τόσο τρομερό για τους «κολέκτορες». Ή είναι πιτσιρικάδες και οι ίδιοι (και επομένως τόσο άσχετοι από τη ζωή και τα βάσανά της), που ανερυθρίαστα θα πουν σ’ έναν 50άρη, «Και τι με νοιάζει που είσαι άνεργος; Τράβα βρες δουλειά», ή που έχουν τόσο αλλοτριωθεί, ώστε αφομοιώνουν τη ρητορική της τράπεζας περί τζαμπατζήδων».
Κάπου εδώ η Μερόπη εξανίσταται: «Κάτσε, ρε Λενάκι, που μιλάς για την τράπεζα λες και είναι μαφία. Αν δεν βρισκόταν η τράπεζα να τους δανείσει, θα τα έπαιρναν από τοκογλύφους. Δηλαδή, ήταν καλά όταν τα παίρνανε και τρέχανε στα μαγαζιά καλλυντικών και κάνανε μπανάκια με διακοποδάνεια; Τώρα θα πληρώσουν. Αυτή η ανευθυνότητα μας κατέστρεψε σαν χώρα και φθάσαμε στο μνημόνιο». Τα επιχειρήματα της Μερόπης δεν είναι πρωτότυπα, οι περισσότεροι εισπράκτορες συμμερίζονται την άποψή της.
Αν ανατρέξει κανείς σε σχετικά φόρουμ συζήτησης στο ίντερνετ, θα βρει συζητήσεις με 200 και περισσότερα σχόλια, όπου δανειολήπτες και «κολέκτορες» ανταλλάσσουν μύδρους και «γαλλικά». Η ρητορική της Μερόπης διαταράσσεται μόνον όταν τη ρωτάω τι δουλειά έκανε πριν απ’ αυτήν. «Πουλούσα δάνεια και κάρτες. Ωχ! Τώρα κατάλαβα πού το πας…»
Δεν χρειάζεται να το πάω εγώ, το πάει εκείνη μόνη της: «Η αλήθεια είναι πως γινόμασταν πολύ φορτικοί ακόμα και σε παππούδες να πάρουν πιστωτική. Και είχαμε εκπαιδευτεί να δίνουμε 100 διαφορετικές απαντήσεις όταν μας έλεγαν ότι δεν χρειάζονται κάρτα. Στον παππού έλεγες, «Μα ηλικιωμένος άνθρωπος είστε, αν πάθετε κάτι αύριο θέλετε να επιβαρυνθούν τα παιδιά σας;» Στη μάνα έλεγες, «Κι αν το βλαστάρι σου χρειαστεί αύριο μια επέμβαση, τι θα κάνεις;» κ.λπ., κ.λπ.».
Δύο είναι οι εφιάλτες του εισπράκτορα: ο ένας, να μη σηκώνει το τηλέφωνο ο οφειλέτης. Ο δεύτερος, να μην μπορεί καν να εντοπίσει το τηλέφωνό του. Και για τα δυο προβλήματα, όμως, υπάρχουν λύσεις. «Παλιότερα τηλεφωνούσαμε από απόκρυψη. Οταν πια οι οφειλέτες έμαθαν το κόλπο και δεν το σήκωναν, οι εταιρείες εγκατέστησαν συστήματα όπου με το πάτημα ενός κουμπιού μπορεί να εμφανιστούν στο τηλέφωνό σου άπειρα διαφορετικά κινητά ή σταθερά τηλέφωνα. Μόνο μια εταιρεία μπορεί να έχει στη διάθεσή της 100 αριθμούς».
Ομως και απέναντι σ’ αυτό οι οφειλέτες οργανώνονται: σε διάφορες σελίδες στο ίντερνετ καταγράφουν τα διαφορετικά νούμερα που χρησιμοποιούν οι εισπράκτορες σε λίστες.
Αυτό, όμως, που δεν μπορούν να αποφύγουν είναι να αποκρύψουν τα στοιχεία τους εντελώς. Μπροστά σε έναν καλό «κολέκτορα» ωχριά και ο καλύτερος ντετέκτιβ. Η διαδικασία λέγεται «σκιπ». «Κάνω σκιπ στον τάδε» σημαίνει «τον αναζητώ με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο ώσπου να τον βρω». Είτε μέσω του τηλεφωνικού καταλόγου, είτε μέσω των εκλογικών καταλόγων του υπουργείου Εσωτερικών, είτε μέσω μιας βάσης δεδομένων που λέγεται Paninfo και αξιοποιεί στοιχεία που όλοι έχουμε κάποτε δώσει σε ένα σούπερ μάρκετ, σε έναν διαγωνισμό, σε μια ευγενική κοπέλα που χαρίζει τσιγάρα… Αν δεν βρει εσένα αυτοπροσώπως ο «κολέκτορας», δεν υπάρχει πρόβλημα, θα τηλεφωνήσει στον μπάρμπα σου στο χωριό. Αν δεν βρει μπάρμπα, θ’ αρχίσει να τηλεφωνά σε όλους τους συγκατοίκους της παλιάς σου πολυκατοικίας. Αν φάει τα μούτρα του κι εκεί, θα πάρει τους συναδέλφους σου. Ολα αυτά τυπικά απαγορεύονται, όπως επίσης και να σου τηλεφωνούν σε ώρες κοινής ησυχίας. Τι κι αν ο Συνήγορος του Καταναλωτή έχει εκδώσει οδηγία που καταδικάζει ως παράνομες τις πρακτικές των εισπρακτικών; Τι κι αν έχει προσφύγει εναντίον τους ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών; Το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού καλά κρατεί – πόσω μάλλον που τα ποντίκια έχουν πια για τα καλά τρομοκρατηθεί από το σκιάχτρο της πτώχευσης.

«Δεν ξέρω αν μπορείς να φανταστείς να βρίσκεσαι επί 8 ώρες τη μέρα στριμωγμένος μ’ άλλους 16 ανθρώπους σε 12 τετραγωνικά και γύρω να ακούς απειλές, προσβολές, ξεκατινιάσματα. Και πολλά ψέ ματα…» λέει η Ελένη. Στο οπλοστάσιο του «κολέκτορα» τα ψέματα είναι ένα ισχυρό όπλο. Ψέματα για τις ημερομηνίες πληρωμής, ψέματα για δήθεν επικείμενους πλειστηριασμούς, ψέματα για το ύψος του ποσού που πρέπει να καταθέσεις, ψέματα ακόμα και για σημαντικές εκπτώσεις της οφειλής σου που μπορεί να κάνει η τράπεζα. «Αν, π.χ., η τράπεζα σου κάνει έκπτωση 500 ευρώ κι εγώ σου το πω, θα μειωθεί το ποσό που παρουσιάζω ως έσοδα στην εταιρεία μου, άρα θα χάσω το μπόνους» εξηγεί η Μερόπη.
Και αν επιφανείς πολιτικοί της χώρας παραδεχτούν πως οι γιοι και οι κόρες τους βγάζουν πακτωλό χρημάτων μέσω των εισπρακτικών, θα χάσουν τη βουλευτική έδρα τους. Μπροστά στα 600.000 ευρώ που δήλωσε ο γιος επιφανούς πολιτικού ανδρός και κάτοχος εισπρακτικής, τι να πουν τα 500 της Μερόπης;
Κάθε απόγευμα, αργά, σηκώνονται από το γραφείο τους. Φοράνε την καμπαρντίνα τους. Ξεκλειδώνουν από το ερμάρι τις τσάντες τους. Ανεβαίνουν τα σκαλιά, ανάβουν τσιγάρο στο πεζοδρόμιο. Ανοίγουν τα κινητά και τσεκάρουν τις κλήσεις τους. Κάποιος άλλος «κολέκτορας» από μιαν άλλη εταιρεία τις έχει συνήθως καλέσει κι εκείνες. Η Μερόπη κι η Ελένη χρωστάνε κι αυτές…
http://wp.me/p1pa1c-afq

Δεν υπάρχουν σχόλια: