Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε σήμερα την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης). Πρόκειται για την υπόθεση Zontul κατά Ελλάδας (βλ. εδώ δελτίο τύπου του ΕΔΔΑ).
Η υπόθεση αφορά έναν παράνομο μετανάστη, ο οποίος κατήγγειλε ότι ένας υπάλληλος του Λιμενικού τον βίασε με ένα γκλομπ κι ότι οι Αρχές δεν του επέτρεψαν να εξεταστεί από τον γιατρό που βρισκόταν στις εγκαταστάσεις. Περαιτέρω, ο προσφεύγων ανέφερε ότι οι όροι κράτησης για τους αιτούντες άσυλο δεν ήταν ικανοποιητικοί και ότι οι Αρχές είχαν αποφύγει να διεξάγουν μια πλήρη, δίκαια και αμερόληπτη έρευνα, καθώς κι ότι οι υπεύθυνοι δεν είχαν τιμωρηθεί επαρκώς, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε θεωρήσει τον βιασμό με το γκλομπ ως διακεκριμένη περίπτωση βασανιστηρίου.
Ο μετανάστης είχε επιβιβαστεί σ΄ ένα πλοίο από την Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους 164. Το πλοίο κατελήφθη από το Λιμενικό Σώμα και οδηγήθηκε στο λιμάνι των Χανιών. Ο προσφεύγων ανέφερε ότι δύο λιμενικοί τον υποχρέωσαν να ξεντυθεί όσο ήταν στο μπάνιο κι ότι ένας από αυτούς τον απείλησε και τελικά τον βίασε με ένα γκλομπ. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το συμβάν, οι κρατούμενοι προχώρησαν σε απεργία πείνας. Κάποιοι από τους λιμενικούς στη συνέχεια τους χτύπησαν, τους κατέβρεξαν με νερό κι ένα άλλο χημικό, ενώ έναν κρατούμενο τον έβαλαν να πηδάει σαν λαγός. Ο προϊστάμενος της λιμενικής υπηρεσίας – που δεν ήταν παρών στα περιστατικά – διέταξε έρευνα. Ο προσφεύγων ζήτησε να υποδείξει τον υπάλληλο που τον βίασε, αλλά το αίτημά του να εξεταστεί από τον γιατρό της υπηρεσίας απορρίφθηκε. Ωστόσο, ο γιατρός εξέτασε τους κρατούμενους που ισχυρίστηκαν ότι χτυπήθηκαν και κατέγραψε ότι 16 από αυτούς είχαν σωματικές βλάβες. Πέντε από αυτούς οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο. Στις 8 Ιουνίου 2001, ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας επιβεβαίωσε ότι είχε ξεκινήσει εσωτερική διοικητική έρευνα. Στις 10 Ιουνίου οι μετανάστες μεταφέρθηκαν στο παλαιό αεροδρόμιο των Χανίων όπου τους επισκέφθηκαν εκπρόσωποι των Γιατρών του Κόσμου. Τον Ιούλιο οι μετανάστες έλαβαν έγγραφα ως αιτούντες άσυλο, καθώς και εισιτήρια για να ταξιδεύσουν ως την Αθήνα και 5 δραχμές καθένας. Ο προσφεύγων δραπέτευσε από το λεωφορείο και πήγε μόνος του στην Αθήνα.
Στις 14 Αυγούστου 2001 ένας ανώτερος λιμενικός υπέβαλε την έκθεση του σχετικά με την διοικητική εξέταση της υπόθεσης. Η έκθεση βασίστηκε στα στοιχεία που κατέθεσε ο υπάλληλος, ο οποίος είχε πει ότι χτύπησε ελαφρά στα οπίσθια τον προσφεύγοντα με το γκλομπ του. Η έκθεση αποδεχόταν αυτή την κατάθεση ως πειστική, δεδομένου ότι δεν είχε καταγραφή κάποια σωματική βλάβη του προσφεύγοντος στα σχετικά αρχεία.
Ο φάκελος διαβιβάστηκε στον εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Χανίων, ο οποίος κίνησε ποινική δίωξη στις 3 Οκτώβρη εναντίον πέντε λιμενικών. Όσον αφορά τον υπάλληλο που κατηγορεί ο προσφεύγων για το βιασμό, παραπέμφθηκε για βίαιη επίθεση εναντίον της ανθρώπινης και σεξουαλικής αξιοπρέπειας. Η δίκη αναβλήθηκε δύο φορές.
Ένα χρόνο μετά, ο προσφεύγων διαπίστωσε ότι η κατάθεσή του για τον βιασμό είχε καταγραφεί με ανακρίβειες, ότι ο βιασμός είχε αποδοθεί ως “ράπισμα” και “χρήση ψυχολογικής βίας”.
Στις 15 Νοεμβρίου 2003, ο προσφεύγων επικοινώνησε με τον Συνήγορο του Πολίτη. Ο τελευταίος έστειλε μια επιστολή στον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, ζητώντας του να διαταχθεί νέα πειθαρχική έρευνα, καθώς η πρώτη διοικητική εξέταση δεν είχε λάβει υπόψη τον βιασμό του προσφεύγοντος από τον λιμενικό. Ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε ότι η υπόθεση έθιγε την εικόνα και την τιμή της Λιμενικής Υπηρεσίας και έθετε σε αμφιβολία την ικανότητα της Χώρας να διασφαλίσει τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τον Φεβρουάριο του 2004 ο προσφεύγων έφυγε από την Ελλάδα και πήγε αρχικά στην Τουρκία και στη συνέχεια στο Λονδίνο με τον σύντροφό του. Ζήτησε ενημέρωση για την υπόθεσή του μέσω της Ελληνικής πρεσβείας.
Στις 15 Οκτώβρη 2004, το Ναυτοδικείο επέβαλε ποινές φυλάκισης – ορισμένες με αναστολή – σε πέντε λιμενικούς. Ο λιμενικός που κατηγορήθηκε από τον προσφεύγοντα καταδικάστηκε αρχικά σε 30 μήνες φυλάκιση για προσβολή σεξουαλικής αξιοπρέπειας. Στην εκδίκαση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μείωσε την ποινή του υπαλλήλου σε 6 μήνες φυλάκιση, η οποία τράπησε σε πρόστιμο 792 ευρώ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι μια τόσο σοβαρή πράξη διείσδυσης στο σώμα του θύματος αποτελεί βασανιστήριο, όπως έχει εξάλλου κριθεί κι από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα και το Παναμερικάνικο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν διεξήχθη επαρκής και αποτελεσματική έρευνα, αφού είχε απορριφθεί το αίτημα του προσφεύγοντος να εξεταστεί από γιατρό μετά τον βιασμό του, καθώς και ότι το περιστατικό είχε καταγραφεί ανακριβώς ως “ράπισμα” και “άσκηση ψυχολογικής βίας”. Έτσι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι με αυτά τα στοιχεία η έρευνα δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον λιμενικό ήταν ανεπαρκής, δεδομένου ότι είχε παραβιαστεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Μια τόσο ελαφρά ποινή δεν μπορεί να εκληφθεί εξάλλου ως δίκαια από το θύμα. Η ποινή θεωρήθηκε ξεκάθαρα δυσανάλογη σε σχέση με την σοβαρότητα της συμπεριφοράς. Γι’ αυτό κρίθηκε ότι το Ελληνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, όπως έδρασε σε αυτή την υπόθεση, δεν λειτουργεί επαρκώς αποτρεπτικά ώστε να παράσχει προστασία έναντι των βασανιστηρίων, ούτε του παρείχε επαρκή αποκατάσταση.
Επιπλέον, οι Ελληνικές αρχές δεν ενημέρωσαν τον προσφεύγοντα κατά τρόπον ώστε να του επιτραπεί να ασκήσει τα δικαιώματά του ως πολιτικώς ενάγων και να ζητήσει αποζημίωση. Έτσι, οι Ελληνικές αρχές παρέβησαν την υποχρέωσή τους για παροχή ενημέρωσης. Ο προσφεύγων ενημερώθηκε μόνο εκ των υστέρων, όταν είχε ήδη γίνει η δίκη και είχε εκδοθεί η απόφαση. Έτσι, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται για τον πολιτικώς ενάγοντα από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ από την Ελλάδα, λόγω των πράξεων που τελέσθηκαν εις βάρος του κ. Zontul, καθώς και επειδή δεν του δόθηκε η δυνατότητα να πάρει μέρος στη δίκη ως πολιτικώς ενάγων. Η Ελλάδα καταδικάστηκε να καταβάλει 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη στον προσφεύγοντα, καθώς και 3.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Η υπόθεση αυτή είναι ενδεικτική της παθογένειας ενός ολόκληρου συστήματος δημόσιας διοίκησης: όχι μόνο ένας λιμενικός διέπραξε μια απάνθρωπη πράξη εναντίον ενός ομοερωτικού μετανάστη, εκφράζοντας όλη την συσσωρευμένη ομοφοβία και τον ρατσισμό που διακατέχει την δημόσια διοίκηση και το επίσημο Ελληνικό Κράτος. Αλλά επιπλέον, η Δικαιοσύνη δεν είναι πάντοτε σε θέση να αντιληφθεί την βαρύτητα που ενέχει η παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όταν εμείς οι δικηγόροι επισημαίνουμε στους Δικαστές ότι πρέπει να λάβουν υπόψη τους το διεθνές δίκαιο, το οποίο δεσμεύει την Ελλάδα άρα και την Ελληνική Δικαιοσύνη, ορισμένες φορές αντιμετωπιζόμαστε ως υπερβολικοί ή θεωρητικοί. Να, όμως, που η Ελληνική Δικαιοσύνη κατάντησε να τιμωρεί με πρόστιμο 792 ευρώ έναν βιασμό, γεγονός που θα το πληρώσουμε όλοι μας, κι όχι μόνο ο δράστης της πράξης, αφού τελικά η Ελλάδα, δηλαδή το δημόσιο ταμείο καλείται να καταβάλει 53.500 ευρώ στον προσφεύγοντα. Να, λοιπόν, που πληρώνουμε όλοι την ομοφοβία και τον ρατσισμό 5-10 κρατικών υπαλλήλων. Αυτά τα 53.500 ευρώ προέρχονται από τους φόρους που πληρώνουμε όλοι μας και οφείλονται όχι μόνο στο ότι ο λιμενικός βίασε τον μετανάστη, αλλά και στο ότι η πράξη του επιχειρήθηκε να συγκαλυφθεί στο στάδιο της ΕΔΕ, καθώς και στο ότι οι δικαστές δεν εφάρμοσαν ορθά το δίκαιο.
Κανονικά λοιπόν, θα πρέπει να αναζητηθούν όλοι αυτοί οι κρατικοί υπάλληλοι που ζημίωσαν το Ελληνικό Δημόσιο με το παραπάνω ποσό και να τους καταλογιστεί, κατά το μέρος της ευθύνης ενός εκάστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου