Βεβήλωση, προσβολή της δημοκρατίας και της ιερότητας των βουλευτών, λαϊκισμός, αντιδημοκρατικό φαινόμενο και παρακράτος, βία, όλα αυτά κι άλλα πολλά συνιστούν χαρακτηρισμούς που αφορούν στις αποδοκιμασίες εκ μέρους των πολιτών των αντιπροσώπων του έθνους. Παραδόξως, η αφαίρεση του δικαιώματος στην εργασία, η ανεργία, η οδύνη των νέων που τίθενται εκτός δουλειάς και προοπτικής, κυριολεκτικά εκτός ζωής, αυτά δεν συνιστούν ούτε φασισμό ούτε βία, αλλά… λαϊκισμό. Τα κυβερνητικά στελέχη αντί να σκεφτούν τι προκαλεί αυτού του είδους τη «βία», απαντούν με κλισέ λαϊκιστικού τύπου, όπως πράττουν και σε κάθε είδους κριτική εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Αλλά όταν σε κάθε κριτική τίθεται η ετικέτα του «λαϊκισμού», τότε στομώνεται κάθε προσπάθεια διαλόγου, χάνεται η δυνατότητα της σύνθεσης μέσω της ομιλίας και του πράττειν στους δημόσιους χώρους. Με άλλα λόγια, υπάρχει, σήμερα, ένα έλλειμμα –πέραν του δημοσιονομικού- και του δημοκρατικού διαλόγου.
Οι «κάτω» αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται πολιτικά και ότι δεν ακούγεται ο λόγος τους. Αντιθέτως, θεωρούν ότι εμπαίζονται. Από εδώ εκκινεί η βία. Γιατί η βία αρχίζει από εκεί απ’ όπου σταματάει ο λόγος και ο δια-λογος, αλλά και εκεί όπου η ομιλία και η πράξη έχουν χωριστεί, όπου τα λόγια είναι κενά και τα έργα γίνονται βάναυσα.
Θυμίζουμε ότι ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου ανήλθε στην εξουσία με υποσχέσεις όπως «λεφτά υπάρχουν», και συνθήματα-διλήμματα όπως το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Τελικά, ο ελληνικός λαός και κυρίως οι ενεοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ υφίστανται μια άνευ προηγουμένου βαρβαρότητα. Απέναντι σ’ αυτή την πρωτοφανή βία που ασκείται απ’ όσους κατέχουν τα μέσα της βίας και επιθυμούν το μονοπώλιο της δύναμης, αντιπαρατάσσεται η «βία» των Αγανακτισμένων από τους οποίους έχει υπεξαιρεθεί η δύναμη των δημοκρατικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων. Η απώλεια αυτής της δύναμης γεννά τον πειρασμό της υποκατάστασής της από τη βία και τον τρόμο, ότι δηλαδή κάνουν σήμερα οι πολίτες εναντίον των βουλευτών των δύο κομμάτων εξουσίας. Το πολιτικό αδιέξοδο, συνεπώς, απαιτεί την επαναθέσμιση των δημοκρατικών τόπων έκφρασης και σύνθεσης των αντιτιθέμενων θέσεων, μιας νέας δηλαδή δημόσιας σφαίρας όπου θα εκφράζονται οι ανάγκες της κοινωνίας πέραν των χειραγωγητικών τηλεοπτικών πλατό, όπου το παιγνίδι είναι πλέον πασίγνωστο πως είναι εν πολλοίς στημένο.
Αναφερόμαστε στην τηλεόραση όπου σκηνοθετείται ο περίφημος «δημιουργικός λαϊκισμός» κατά το ανάλογο της «δημιουργικής βίας». Εκεί εκτυλίσσεται το παραμύθι, οι ευφημισμοί, τα επιχειρήματα και οι καλές προθέσεις, αλλά και η κινδυνολογία. Εκεί, αίφνης, ο λαϊκισμός χάνει –κατά το δοκούν- το αρνητικό του περιεχόμενο, καθιστάμενος θετικός. Σ’ αυτό το ΠΑΣΟΚ έχει παρατηρηθεί πως έχει την απόλυτη τεχνογνωσία. Αυτόν τον «δημιουργικό λαϊκισμό» υπηρετεί επιτυχώς ο Γ. Α. Παπανδρέου, όπως έλεγε το Μάρτιο του 2006 σημερινός βουλευτής του. Αυτό, όμως, μπορεί να συμβεί μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ήτοι όταν υπάρχει η σχετική δυνατότητα ικανοποίησης της σύγχρονης πελατείας των μεσαίων τάξεων. Όταν όμως αυτό δεν συμβαίνει, όπως είναι η περίπτωσή μας σήμερα, τότε οδεύουμε όχι τόσο στον παραδοσιακό αυταρχισμό του «ήπιου βοναπαρτισμού», αλλά στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού με τη μορφή του «Εγωκράτους». Αλλά αυτά τα ενδεχόμενα αποκρούει, σήμερα, το κίνημα των Αγανακτισμένων, των οποίων η βία νομιμοποιείται υπό ορισμένες περιστάσεις. «Η βία -το να ενεργεί κανείς χωρίς επιχειρήματα ή λόγια και χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες- είναι ο μόνος τρόπος να ισορροπήσει ξανά η πλάστιγγα της δικαιοσύνης» επισημαίνει η Χάνα Άρεντ. Η γνωστή πολιτειολόγος, η οποία μόνο για λαϊκισμό δεν μπορεί να κατηγορηθεί, δεν αρνείται την οργή και τη βία ως «φυσικά» ανθρώπινα πάθη, ούτε τις συγκινήσεις. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η εξαφάνιση των τελευταίων θα σήμαινε την απανθρωποποίηση και τον ευνουχισμό των πολιτών. Εκείνο, όμως, που επισημαίνει είναι ο απολιτικός χαρακτήρας τους. Αλλά η ορισμένη ήπια βία που ασκείται σήμερα στο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας έχει απολύτως πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς είναι μία μορφή άμυνας σε μία πολιτική μαζικού εκφοβισμού. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην τρομοκρατία της χρεοκοπίας αλλά και στην προσπάθεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να τρομάξει τους δικούς τους ψηφοφόρους, επισείοντας τα… τρομοκρατικά χαρακτηριστικά των άλλων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να αποτρέψει τις τάσεις φυγής των ψηφοφόρων του τόσο προς την αριστερά όσο και προς την κεντροδεξιά. Έτσι, όμως, η πολιτική γίνεται μία μεταπολιτική, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, καθώς αποσκοπεί σε «μια τρομαγμένη σύμπραξη τρομαγμένων ανθρώπων»(Ζίζεκ). Ο φόβος καθίσταται η κινητήρια αρχή αυτής της μεταπολιτικής: φόβος των μεταναστών, φόβος της εγκληματικότητας, φόβος της ανεργίας, φόβος του λουκέτου, φόβος των Αγανακτισμένων, φόβος του ΣΥΡΙΖΑ, φόβος της ΝΔ, φόβος παντού κι από παντού. Ποιος άνθρωπος και ποια κοινωνία μπορούν να ζήσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Οι «κάτω» αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται πολιτικά και ότι δεν ακούγεται ο λόγος τους. Αντιθέτως, θεωρούν ότι εμπαίζονται. Από εδώ εκκινεί η βία. Γιατί η βία αρχίζει από εκεί απ’ όπου σταματάει ο λόγος και ο δια-λογος, αλλά και εκεί όπου η ομιλία και η πράξη έχουν χωριστεί, όπου τα λόγια είναι κενά και τα έργα γίνονται βάναυσα.
Θυμίζουμε ότι ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου ανήλθε στην εξουσία με υποσχέσεις όπως «λεφτά υπάρχουν», και συνθήματα-διλήμματα όπως το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Τελικά, ο ελληνικός λαός και κυρίως οι ενεοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ υφίστανται μια άνευ προηγουμένου βαρβαρότητα. Απέναντι σ’ αυτή την πρωτοφανή βία που ασκείται απ’ όσους κατέχουν τα μέσα της βίας και επιθυμούν το μονοπώλιο της δύναμης, αντιπαρατάσσεται η «βία» των Αγανακτισμένων από τους οποίους έχει υπεξαιρεθεί η δύναμη των δημοκρατικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων. Η απώλεια αυτής της δύναμης γεννά τον πειρασμό της υποκατάστασής της από τη βία και τον τρόμο, ότι δηλαδή κάνουν σήμερα οι πολίτες εναντίον των βουλευτών των δύο κομμάτων εξουσίας. Το πολιτικό αδιέξοδο, συνεπώς, απαιτεί την επαναθέσμιση των δημοκρατικών τόπων έκφρασης και σύνθεσης των αντιτιθέμενων θέσεων, μιας νέας δηλαδή δημόσιας σφαίρας όπου θα εκφράζονται οι ανάγκες της κοινωνίας πέραν των χειραγωγητικών τηλεοπτικών πλατό, όπου το παιγνίδι είναι πλέον πασίγνωστο πως είναι εν πολλοίς στημένο.
Αναφερόμαστε στην τηλεόραση όπου σκηνοθετείται ο περίφημος «δημιουργικός λαϊκισμός» κατά το ανάλογο της «δημιουργικής βίας». Εκεί εκτυλίσσεται το παραμύθι, οι ευφημισμοί, τα επιχειρήματα και οι καλές προθέσεις, αλλά και η κινδυνολογία. Εκεί, αίφνης, ο λαϊκισμός χάνει –κατά το δοκούν- το αρνητικό του περιεχόμενο, καθιστάμενος θετικός. Σ’ αυτό το ΠΑΣΟΚ έχει παρατηρηθεί πως έχει την απόλυτη τεχνογνωσία. Αυτόν τον «δημιουργικό λαϊκισμό» υπηρετεί επιτυχώς ο Γ. Α. Παπανδρέου, όπως έλεγε το Μάρτιο του 2006 σημερινός βουλευτής του. Αυτό, όμως, μπορεί να συμβεί μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ήτοι όταν υπάρχει η σχετική δυνατότητα ικανοποίησης της σύγχρονης πελατείας των μεσαίων τάξεων. Όταν όμως αυτό δεν συμβαίνει, όπως είναι η περίπτωσή μας σήμερα, τότε οδεύουμε όχι τόσο στον παραδοσιακό αυταρχισμό του «ήπιου βοναπαρτισμού», αλλά στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού με τη μορφή του «Εγωκράτους». Αλλά αυτά τα ενδεχόμενα αποκρούει, σήμερα, το κίνημα των Αγανακτισμένων, των οποίων η βία νομιμοποιείται υπό ορισμένες περιστάσεις. «Η βία -το να ενεργεί κανείς χωρίς επιχειρήματα ή λόγια και χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες- είναι ο μόνος τρόπος να ισορροπήσει ξανά η πλάστιγγα της δικαιοσύνης» επισημαίνει η Χάνα Άρεντ. Η γνωστή πολιτειολόγος, η οποία μόνο για λαϊκισμό δεν μπορεί να κατηγορηθεί, δεν αρνείται την οργή και τη βία ως «φυσικά» ανθρώπινα πάθη, ούτε τις συγκινήσεις. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η εξαφάνιση των τελευταίων θα σήμαινε την απανθρωποποίηση και τον ευνουχισμό των πολιτών. Εκείνο, όμως, που επισημαίνει είναι ο απολιτικός χαρακτήρας τους. Αλλά η ορισμένη ήπια βία που ασκείται σήμερα στο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας έχει απολύτως πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς είναι μία μορφή άμυνας σε μία πολιτική μαζικού εκφοβισμού. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην τρομοκρατία της χρεοκοπίας αλλά και στην προσπάθεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να τρομάξει τους δικούς τους ψηφοφόρους, επισείοντας τα… τρομοκρατικά χαρακτηριστικά των άλλων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να αποτρέψει τις τάσεις φυγής των ψηφοφόρων του τόσο προς την αριστερά όσο και προς την κεντροδεξιά. Έτσι, όμως, η πολιτική γίνεται μία μεταπολιτική, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, καθώς αποσκοπεί σε «μια τρομαγμένη σύμπραξη τρομαγμένων ανθρώπων»(Ζίζεκ). Ο φόβος καθίσταται η κινητήρια αρχή αυτής της μεταπολιτικής: φόβος των μεταναστών, φόβος της εγκληματικότητας, φόβος της ανεργίας, φόβος του λουκέτου, φόβος των Αγανακτισμένων, φόβος του ΣΥΡΙΖΑ, φόβος της ΝΔ, φόβος παντού κι από παντού. Ποιος άνθρωπος και ποια κοινωνία μπορούν να ζήσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου