Του Γ.Χ.Παπασωτηρίου
Πως μπορούμε να καταλάβουμε την τρέλα; Μόνο μέσω της τρέλας ή με μία «έλλογη λαβή». Άραγε αρκεί αυτό για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη δήλωση του βασανισμένου, πλην προικισμένου σκηνοθέτη, Λαρς φον Τρίερ ότι «καταλαβαίνει το Χίτλερ»; Όχι. Πώς να καταδικάσεις όμως έναν πάσχοντα όταν γύρω σου επισυμβαίνει μία πρωτοφανής νεοναζιστική θηριωδία; Όταν εκατομμύρια νέοι είναι ακρωτηριασμένοι από όνειρα καθώς είναι άνεργοι; Συνεπώς είναι απύθμενη η υποκρισία εκείνων των… αντιφασιστών, που καταδικάζουν τον Τρίερ, αλλά δεν αντιδρούν σε ό,τι φασιστικό γίνεται στις ζωές των ανθρώπων αφαιρώντας την αξιοπρέπεια και το πρόσωπό τους. Αναφέρομαι στη διαρκή διαμαρτυρία των «ινδιγνάδος», των αγανακτισμένων άνεργων νέων της Ισπανίας που σαν μολυσματικός ιός εξαπλώνεται σε όλες τις πόλεις, σε όλες τις χώρες. Ο Θαπατέρο προβληματίζεται αν θα απαγορεύσει τις διαδηλώσεις. Κι όμως καμία πόλη, καμία χώρα δεν θα χαρακτηρίσει ως persona non grata, ως ανεπιθύμητο τον Ισπανό πρωθυπουργό για την αντιδημοκρατικότητά του.
Κι αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το χρέος των διανοούμενων, των συγγραφέων και των καλλιτεχνών σήμερα; Ναι, «κάθε συγγραφέας κατοικεί τη γλώσσα του», όπως λέει ο Αντόνιο Ταμπούκι, αλλά κι αυτό δεν είναι παρά η άλλη πλευρά των εξωνημένων του πνεύματος που περιέπεσαν στον ωφελιμισμό, στον κυνισμό, τη βαρβαρότητα και στο φετιχισμό του χρήματος. Γιατί το πνεύμα, αποκομμένο από τη ζώσα κοινωνία, την οικονομική πραγματικότητα και την υλική αναπαραγωγή της ζωής εμπεριέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί απόλυτο, οδηγώντας στο φετιχισμό της κουλτούρας. Σήμερα, άρα, οι άνθρωποι του πνεύματος, όσοι δεν έχουν διαβρωθεί είτε από το χρήμα είτε από ένα πνευματικό αυτισμό πρέπει να πάρουν θέση, οφείλουν να σταθούν δίπλα στους νέους «χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη, χωρίς φόβο», δίπλα σ’ εκείνους που τους έκλεψαν τα όνειρα και πάνω απ’ όλα τη ζωή.
Έξω από ωφελιμιστικές και ατομικιστικές σκοπιμότητες οφείλουμε να σταθούμε δίπλα στα παιδιά μας, απορρίπτοντας τους νεοφιλελεύθερους, νεοφασίστες, τα τσοπανόσκυλα της εξουσίας με τις εκατό «δουλειές», τους δήθεν κήνσορες, που χρησιμοποιούν έναν λόγο δήθεν καταγγελτικό, με ολίγον Φρόιντ και πολλή κυλόττα. Να πάψουμε να την «πατάμε» από τους κυνικούς ιδεοπράκτες της τηλεόρασης που γνωρίζουν την τιμή των πάντων αλλά όχι και την αξία τους, αφού κατά τη γνώμη τους όλες οι ιδέες είναι εμπορεύσιμες και οι αξίες μετατρέψιμες. Αλλά αρνούμαστε τόσο την εξουσία των «πάνω» όσο και τη λαϊκίστικη εξουσία των «κάτω», γιατί και οι άθλιοι έχουν τους βασιλιάδες τους, που επιδιώκουν τη διατήρηση του status quo για να διατηρήσουν τα οφίτσιά τους. Τασσόμαστε, τέλος, μαζί μ’ εκείνους που κανένας κομματικός, οικονομικός ή άλλος δεσμός δεν είναι ικανός να τους στομώσει το κριτήριο της αλήθειας, μ’ εκείνους που ανοίγουν το δρόμο για μια νέα ευαισθησία απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων, των άνεργων προπάντων νέων που το μέλλον τους προαλείφεται άδηλο και σκοτεινό. Έτσι μόνο μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες μιας νέας αλληλεγγύης, μιας νέας συλλογικότητας που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο.
Κι αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το χρέος των διανοούμενων, των συγγραφέων και των καλλιτεχνών σήμερα; Ναι, «κάθε συγγραφέας κατοικεί τη γλώσσα του», όπως λέει ο Αντόνιο Ταμπούκι, αλλά κι αυτό δεν είναι παρά η άλλη πλευρά των εξωνημένων του πνεύματος που περιέπεσαν στον ωφελιμισμό, στον κυνισμό, τη βαρβαρότητα και στο φετιχισμό του χρήματος. Γιατί το πνεύμα, αποκομμένο από τη ζώσα κοινωνία, την οικονομική πραγματικότητα και την υλική αναπαραγωγή της ζωής εμπεριέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί απόλυτο, οδηγώντας στο φετιχισμό της κουλτούρας. Σήμερα, άρα, οι άνθρωποι του πνεύματος, όσοι δεν έχουν διαβρωθεί είτε από το χρήμα είτε από ένα πνευματικό αυτισμό πρέπει να πάρουν θέση, οφείλουν να σταθούν δίπλα στους νέους «χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη, χωρίς φόβο», δίπλα σ’ εκείνους που τους έκλεψαν τα όνειρα και πάνω απ’ όλα τη ζωή.
Έξω από ωφελιμιστικές και ατομικιστικές σκοπιμότητες οφείλουμε να σταθούμε δίπλα στα παιδιά μας, απορρίπτοντας τους νεοφιλελεύθερους, νεοφασίστες, τα τσοπανόσκυλα της εξουσίας με τις εκατό «δουλειές», τους δήθεν κήνσορες, που χρησιμοποιούν έναν λόγο δήθεν καταγγελτικό, με ολίγον Φρόιντ και πολλή κυλόττα. Να πάψουμε να την «πατάμε» από τους κυνικούς ιδεοπράκτες της τηλεόρασης που γνωρίζουν την τιμή των πάντων αλλά όχι και την αξία τους, αφού κατά τη γνώμη τους όλες οι ιδέες είναι εμπορεύσιμες και οι αξίες μετατρέψιμες. Αλλά αρνούμαστε τόσο την εξουσία των «πάνω» όσο και τη λαϊκίστικη εξουσία των «κάτω», γιατί και οι άθλιοι έχουν τους βασιλιάδες τους, που επιδιώκουν τη διατήρηση του status quo για να διατηρήσουν τα οφίτσιά τους. Τασσόμαστε, τέλος, μαζί μ’ εκείνους που κανένας κομματικός, οικονομικός ή άλλος δεσμός δεν είναι ικανός να τους στομώσει το κριτήριο της αλήθειας, μ’ εκείνους που ανοίγουν το δρόμο για μια νέα ευαισθησία απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων, των άνεργων προπάντων νέων που το μέλλον τους προαλείφεται άδηλο και σκοτεινό. Έτσι μόνο μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες μιας νέας αλληλεγγύης, μιας νέας συλλογικότητας που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου