του Πέτρου Παπακωνσταντίνου | ||||||
Όταν ο Σταύρος Ψυχάρης αποφασίζει, τη στιγμή που πάνω από τη χώρα πλανώνται τα φαντάσματα της οικονομικής κατάρρευσης, της κοινωνικής έκρηξης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, να γράψει κύριο άρθρο στο «Βήμα της Κυριακής» για τον… Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, κάποιος λόγος σοβαρός πρέπει να συντρέχει. Υπήρχε, βέβαια, μια κάποια αφορμή- η αναμενόμενη έκδοση του δεύτερου τόμου της αναθεωρημένης ιστορίας του ΚΚΕ, το προσχέδιο του οποίου έφτασε στα χέρια του «Βήματος». Η αφορμή αυτή αξιοποιήθηκε για να παρουσιαστεί η πορεία του ελληνικού αριστερού κινήματος υπό το πρίσμα της παμπάλαιας λαθολογίας και πρακτορολογίας. Το γεγονός αυτό πρέπει να σχετίζεται λιγότερο με τα αντικομμουνιστικά σύνδρομα μιας παλιάς καραβάνας της αστικής πολιτικής για ένα αρκετά μακρινό παρελθόν και περισσότερο με τους φόβους των αστικών επιτελείων για την πιθανότητα αναζωπύρωσης των κομμουνιστικών ιδεών στο (όχι μακρινό) μέλλον, υπό την καταλυτική επίδραση της κρίσης. Δεν είχαμε την τύχη, όπως ο κ. Ψυχάρης, να διαβάσουμε το εν λόγω προσχέδιο πριν από τη δημοσίευσή του. Αν όμως το ΚΚΕ ετοιμάζεται να αποκαταστήσει τη μνήμη του Νίκου Ζαχαριάδη, όπως περιγράφει το ρεπορτάζ του «Βήματος», θα πρόκειται για μια καθόλα δικαιολογημένη (αν και πολύ καθυστερημένη) ηθική επανόρθωση μιας πελώριας ιστορικής αδικίας, η οποία ουδόλως νομιμοποιεί τις χολερικές επιθέσεις του αστικού Τύπου εναντίον του ΚΚΕ. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει, ωστόσο, είναι η πολιτική οπτική υπό την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ προετοιμάζεται για την αναψηλάφηση της ιστορίας του- αναψηλάφηση, που δεν περιορίζεται στον Ζαχαριάδη και στην υπόθεση Μπελογιάννη/ Πλουμπίδη, αλλά θίγει όλη την περίοδο του αντιφαστιστικού αγώνα, της ΕΑΜικής Αντίστασης και του εμφυλίου, μέχρι τη διάσπαση του 1968. Κοιτάζει κανείς με νέο μάτι το παρελθόν, όταν θέλει να χαράξει μια άλλη γραμμή για το μέλλον, κι αυτό φαίνεται να το συμμερίζονται οι συγγραφείς του πονήματος, όταν γράφουν (και πάλι, αν είναι σωστό το ρεπορτάζ του «Βήματος») ότι η ιστορία του ΚΚΕ εξετάζεται ως ιστορία της στρατηγικής του, από την οποία απορρέουν όλες οι πολιτικές επιλογές του. Για όλα φταίει το… Ενιαίο Μέτωπο; Ενδεικτικά των διαθέσεων που διαμορφώνονται σε ένα τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι δύο σχετικά πρόσφατα άρθρα της Ε. Μπέλλου, το ένα στην ΚΟΜΕΠ (τ.6 2010) και το άλλο στον «Ριζοσπάστη» (27/2/2011)- τα οποία δεν εννοούμε να παραλληλίσουμε με το προσχέδιο της ιστορίας του κόμματος, αφού δεν το έχουμε διαβάσει. Στα εν λόγω άρθρα, που έχουν ανοίξει ασυνήθιστα ζωηρή συζήτηση στους κόλπους του ΚΚΕ, η Ε. Μπέλλου αφήνει να εννοηθεί (αν και δεν το λέει ευθέως) ότι σπέρματα πολλών μεταγενέστερων οπορτουνιστικών λαθών των ΚΚ βρίσκονται στη δεκαετία του ’30 και στη γραμμή των αντιφασιστικών μετώπων, που εισηγήθηκε ο Δημητρόφ στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Φυσικά, η γραμμή του αντιφαστιστικού μετώπου και οι τρόποι που αυτή εφαρμόστηκε (Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία κ.α.) είναι από πολλές απόψεις συζητήσιμη- αλλά αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να είναι γόνιμη αν γίνει από τη χρεοκοπημένη γραμμή του «σοσιαλφασισμού». Ούτε, πολύ περισσότερο, αν γίνει από τη σκοπιά της ουσιαστικής (αν, και πάλι, σιβυλλικά διατυπωμένης) αμφισβήτησης της γραμμής του ενιαίου εργατικού μετώπου που χάραξε ο Λένιν στο Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την οποία η Ε. Μπέλλου εκφυλίζει σε τακτική περιορισμένης, στο χρόνο και το στρατηγικό βάθος, σημασίας. Η αρθρογραφία της Ε. Μπέλλου εκφράζει έναν ακραίο, για τα δεδομένα ενός σχετικά μαζικού κομμουνιστικού κόμματος, σεχταρισμό, που ουσιαστικά καταργεί κάθε προβληματική με όρους μάχιμης πολιτικής, πολιτικών συμμαχιών και διεκδίκησης της επαναστατικής ηγεμονίας (γιατί, βέβαια, δεν νοούνται πολιτική, συμμαχίες και ηγεμονία σε κακέκτυπα «αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών μετώπων» μεταξύ όλων των μετωπικών σχημάτων του ΚΚΕ, τύπου ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΜΑΣ, ΟΓΕ κλπ). Μια λιγότερο ακραία λογική προσπάθησε να αρθρώσει σε κάποιες πρόσφατες ομιλίες της, που δημοσιεύθηκαν στο «Ριζοσπάστη», η Αλέκα Παπαρήγα. Μιλώντας, για παράδειγμα, σε συνδιάσκεψη της οργάνωσης Κεντρικής Μακεδονίας του κόμματος, η γενική γραμματέας του περιέγραψε το μέτωπο, την «κοινωνική συμμαχία» που ευαγγελίζεται το ΚΚΕ, ως πεδίο συμπόρευσης και αντιπαράθεσης εργατικών και μικροαστικών, κομμουνιστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων. Μια τέτοια αφετηριακή τοποθέτηση θα μπορούσε να ανοίξει μια γόνιμη συζήτηση για τη συγκρότηση ενός αριστερού, λαϊκού μετώπου απέναντι στην τρομερή δοκιμασία που αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος κόσμος της μνημονιακής Ελλάδας, με πολιτικό ρεαλισμό και στρατηγική στόχευση. Ωστόσο, η ίδια η Αλέκα Παπαρήγα ανατίναξε, στην επόμενη φράση της, κάθε υποψία γέφυρας, λέγοντας ότι μπορεί να γίνει μεν συμμαχία με «ρεφορμιστές, που είναι επηρεασμένοι αντιΚΚΕ και εγκλωβισμένοι στα άλλα κόμματα, που σιγά σιγά έρχονται και συμμετέχουν στο κίνημα», σε καμία περίπτωση όμως με «οπορτουνιστές», οι οποίοι είναι «συνειδητοί αναθεωρητές της κομμουνιστικής θεωρίας» και προσπαθούν να διαλύσουν το ΚΚΕ. Το συμπέρασμα βγαίνει, νομίζουμε, αβίαστα: Η ηγεσία του ΚΚΕ είτε αποκλείει κάθε πολιτική συμμαχία, βαυκαλιζόμενη ότι μόνο το ΚΚΕ μπορεί να εκφράσει την πλατιά «κοινωνική συμμαχία» που υποτίθεται ότι επιδιώκει, είτε, στην πιο ελαστική εκδοχή της, θα μπορούσε να έρθει σε πολιτική συμμαχία με ρεφορμιστές που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ ή άλλους αστικούς χώρους, επ’ ουδενί όμως με άλλους αριστερούς, οι οποίοι κατατάσσονται συλλήβδην στον «οπορτουνισμό». Ο χειρότερος εχθρός είναι ο πιο κοντινός μας αριστερός γιατί είναι αυτός που μιλάει τη γλώσσα του κόσμου μας και αμφισβητεί το φέουδό μας. Τώρα, τι σχέση έχει αυτή η γραφειοκρατική, ιδιοκτησιακή λογική με τη θεωρία και την πρακτική του λενινισμού (η ιστορία του οποίου ήταν μια διαρκής πορεία συμμαχιών και ρήξεων με τους οπορτουνιστές και όχι διοικητικής εξαφάνισής τους) είναι κάτι που τα μέλη και οι οπαδοί του ΚΚΕ μπορούν να κρίνουν. Ευκαιρία ή απειλή; Σε άλλες εποχές, η ηγεσία του ΚΚΕ έβαζε το άλογο πίσω από το κάρο υπό το πρίσμα μιας δεξιάς, οπορτουνιστικής λογικής: Πρώτα καθορίζω με ποιους θα πάω (το ΠΑΣΟΚ, τον Μητσοτάκη κλπ) και έπειτα υιοθετώ μια γραμμή ελάχιστου κοινού παρονομαστή με τον υποψήφιο σύμμαχο (πραγματική αλλαγή- 17%, κάθαρση- κυβέρνηση Τζαννετάκη) που εξυπηρετεί αυτή τη συμμαχία. Σήμερα, βάζει και πάλι το άλογο πίσω από το κάρο, αλλά υπό το πρίσμα ενός αριστεροδέξιου σεχταρισμού: Πρώτα επιλέγω ότι θα πάω με τον.. εαυτό μου (συγγνώμη, και με το ΠΑΜΕ, το ΜΑΣ, την ΕΕΔΥΕ κλπ) και ύστερα καθορίζω μια γραμμή μέγιστου κοινού διαιρέτη για να βγάλω έξω με το ζόρι όλους τους «οπορτουνιστές», αδιάφορα από τις αγωνίες των εργαζόμενων στρωμάτων και τις πραγματικές ανάγκες της ταξικής πάλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έχει εγκαταλείψει σιωπηρά τη θέση της για έξοδο από την ευρωζώνη και την ίδια την Ε.Ε. – τη στιγμή μάλιστα που αυτή η θέση, λόγω της κρίσης και των ραγδαίων εξελίξεων, αρχίζει να κερδίζει μαζικά έδαφος στη συνείδηση των μαζών, έστω κι αν απέχει από το να είναι πλειοψηφική- για να μην υπάρχουν «συγχύσεις» με δυνάμεις όπως το ΝΑΡ ή ένα μειοψηφικό τμήμα του ΣΥΝ, το οποίο τελευταία αναπτύσσει αντι-ΕΕ λόγο. Αντί, δηλαδή, να θεωρεί δικαιωμένη την πάγια αντι-ΕΕ γραμμή της και να διεκδικεί με αυτοπεποίθηση την ηγεμονία σε ένα ευρύτερο, λαϊκό μέτωπο, η ηγεσία του ΚΚΕ κλείνεται στον εαυτό της σαν στρείδι, φοβούμενη ότι ο κόσμος της θα «κολλήσει» καμιά επικίνδυνη αρρώστια αν συγχρωτισθεί με άλλα ριζοσπαστικά, αντι-Ε.Ε. ρεύματα. Αυτή η φοβική νοοτροπία χαρακτήρισε και χαρακτηρίζει την αντίδραση της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ απέναντι στην υπό εξέλιξη κρίση. Αν και οικονομολόγοι του χώρου του ΚΚΕ (όπως και της υπόλοιπης, κομμουνιστικής Αριστεράς) είχαν έγκαιρα συλλάβει το μέγεθος της θύελλας που επρόκειτο να μας αναστατώσει, η ηγετική ομάδα και ο «Ριζοσπάστης» αντιμετώπιζαν για μεγάλο διάστημα την κρίση σαν ένα απλό, κυκλικό φαινόμενο του καπιταλισμού, που δεν δημιουργεί καμία καινούργια, ποιοτικά, κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και δεν θέτει στην ημερήσια διάταξη καμία ανάγκη για νέες μετωπικές προσπάθειες. Ακόμα χειρότερα: Ενώ η υγιής, ενστικτώδης αντίδραση κάθε μαχόμενου αριστερού απέναντι στην επερχόμενη κρίση είναι η συνετή αισιοδοξία, η αίσθηση ότι, παρόλες τις τρομερές δυσκολίες, δίνεται μια νέα ιστορική ευκαιρία στην Αριστερά να διεκδικήσει την ηγεμονία στις ευρύτερες εργαζόμενες μάζες, για την ηγεσία του ΚΚΕ η κρίση ήταν περισσότερο μια απειλή διάχυσης ρεφορμιστικών, κεϋνσιανών, αντινεοφιλελεύθερων κλπ αντιλήψεων, που θα απειλήσουν τον ηγεμονισμό του ΚΚΕ μέσα στον περιορισμένο χώρο της Αριστεράς. Από εδώ και η σχεδόν αντανακλαστική αντίδραση: Την ώρα που ο κόσμος αναζητούσε ένα μάχιμο πολιτικό πρόγραμμα απάντησης στην κρίση, το ΚΚΕ, αντί να απαντήσει σε αυτή την ανάγκη συνδέοντάς την με τη σοσιαλιστική προοπτική, αποφάσισε να κόψει δρόμο και να προτείνει ως μόνη λύση τη… λαϊκή εξουσία! Με τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης, θα μίλαγε κανείς για αριστερίστικο παραλήρημα αν όσοι ρίχνουν αυτό το σύνθημα το εννοούσαν στ’ αλήθεια (κάτι που θα προϋπέθετε την ανάλογη πολιτική, οργανωτική κλπ προετοιμασία, την οποία δεν έχουμε δει να εκτυλίσσεται). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια γραμμή υπεραριστερής φρασεολογίας, αλλά δεξιάς, γραφειοκρατικής πρακτικής στο πραγματικό κίνημα, όπως φαίνεται από την απολύτως εχθρική στάση απέναντι σε κάθε αυθόρμητη μορφή λαϊκού ριζοσπαστισμού (Δεκέμβρης 2008) και τον περιορισμό της αγωνιστικής παρουσίας σε αυστηρά ελεγχόμενες πορείες, συμβολικές καταλήψεις ή απεργίες των «σωστών» συνδικάτων και του ΠΑΜΕ. Αυτό που υποκρύπτει μια τέτοια αντίδραση είναι ο ανομολόγητος, αλλά σαφής φόβος ότι μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη ή οποιοσδήποτε δυναμικός, λαϊκός αγώνας που ξεφεύγει από το κοινοβουλευτικό σαβουάρ- βιβρ, θα αναστατώσει τη βάση του ΚΚΕ και θα ευνοήσει τη μεγέθυνση «αριστερίστικων» πολιτικών δυνάμεων και κινηματικών πρακτικών. Να επιμείνουμε ενωτικά Η «επαναστατική» αγοραφοβία παίρνει κάποτε απίστευτες διαστάσεις, όπως καταγράφεται συχνά- πυκνά στον «Ριζοσπάστη». Πρόσφατα, στις 4 Μαίου, διαβάσαμε άρθρο του Θ. Λεκάτη υπό τον απροσδόκητο τίτλο «Κανένα τουίτ, μόνο Ριζοσπάστη». Ο αρθρογράφος υποστήριζε εντελώς σοβαρά ότι το Twitter (ουσιαστικά, εννοούσε ολόκληρο το Διαδίκτυο) «έχει ένα ρόλο: την ποδηγέτηση, τον έλεγχο από αυτούς που κατέχουν το δίκτυο και τις μηχανές» και καλούσε τα μέλη του κόμματος και της ΚΝΕ να μην «τουιτάρουν» άσκοπα, αλλά να διαβάζουν μόνο «Ριζοσπάστη». Το πράγμα, βέβαια, είναι τόσο γελοίο που αδικεί και τον Ριζοσπάστη (ο οποίος είναι προσιτός στο Διαδίκτυο) και την ηγεσία του ΚΚΕ, ωστόσο υποκρύπτει κάτι σοβαρότερο: Τη λογική που θέλει τους κομμουνιστές να ζουν σε ένα δικό τους πλανήτη, σε ένα δικό τους, εσωτερικό Δίκτυο, μακριά από τις Σειρήνες του ιμπεριαλισμού και του οπορτουνισμού (ή μήπως και του… inprecor.gr, της διαδικτυακής σελίδας που για πρώτη φορά αναπτύσσει έναν πολύ ενδιαφέροντα, εσωτερικό διάλογο του ΚΚΕ;). Έτσι, στο ίδιο άρθρο καλείται η εργατική τάξη να αντιμετωπίσει την κρίση «με πλήρη αδιαφορία για τα προβλήματα από τα κρατικά ταμεία» και «με μόνο ενδιαφέρον πως θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις της σε έναν στόχο: Στην ανατροπή αυτού του συστήματος, στο χτίσιμο της δικής της εξουσίας»! Εμείς, οι «αριστεριστές», καλούμε καλόπιστα τα μέλη του ΚΚΕ να βρουν ένα επίσημο κείμενο του ΝΑΡ, του ΣΕΚ ή της ΚΟΕ που να προσεγγίζει έστω από μακριά έναν τόσο πρωτόγονο αριστερισμό! Η κριτική που αναπτύξαμε δεν γίνεται από θέσεις μετωπικής ρήξης με την ηγεσία και τη βάση του ΚΚΕ. Το αντίθετο. Ανεξάρτητα από τις στρατηγικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές διαφωνίες με το κόμμα αυτό, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι χωρίς το ΚΚΕ, τη δύναμη που συσπειρώνει τον κύριο όγκο των εργατών (και μεσαίων στρωμάτων) με αντισυστημικές, αντικαπιταλιστικές διαθέσεις, είναι αδύνατο να υπάρξει αξιόμαχο μέτωπο ανατροπής της θηριώδους επίθεσης του κεφαλαίου. Προσωπική μου γνώμη είναι, επιπλέον, ότι είναι αδύνατον να δημιουργηθεί το επαναστατικό, κομμουνιστικό κόμμα που έχει ανάγκη η εποχή μας χωρίς τη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους της λαϊκής βάσης και μεγάλου μέρους του στελεχικού δυναμικού αυτού του κόμματος (αν και όχι με όλες τις απόψεις και τις πρακτικές που εφαρμόζουν σήμερα, κάτι που βέβαια ισχύει για όλους μας). Άλλωστε, η πορεία των εξελίξεων προσφέρει στο ΚΚΕ τη δυνατότητα να μην πληρώνει ακριβά, μέχρι στιγμής, το τίμημα των εσφαλμένων, κατά τη γνώμη μας, επιλογών του. Ο εργαζόμενος που αναζητά δρόμους αντίστασης στην κοινωνική λαίλαπα προσφεύγει στο ΚΚΕ όχι χάρη στη γραφειοκρατία και στο σεχταρισμό του, αλλά σε πείσμα της γραφειοκρατίας και του σεχταρισμού του. Εν μέρει γιατί βλέπει στο ΚΚΕ κάτι πιο πειθαρχημένο, συγκροτημένο και στέρεο, απέναντι στο «μπάχαλο» και τον διαλυτικό «πλουραλισμό» άλλων χώρων, εν μέρει γιατί απογοητεύεται από τον πολυσυλλεκτισμό του ΣΥΝ (στελέχη του οποίου μπορεί εκφράζονται εξίσου συμπαθητικά για τον αντιεξουσιαστικό χώρο και για το ευρώ), αλλά και από τα φαινόμενα παραγοντισμού, ναρκισισμού και ατομικών στρατηγικών που όλοι γνωρίζουμε. Ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, η ενίσχυση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως και η ριζοσπαστικοποίηση του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ, μ΄όλες τις αντιφάσεις του (αντι- ΕΕ λόγος, θετική επανεξέταση του κομμουνισμού και του μπολσεβικισμού) δημιουργούν συνθήκες για τις οποίες μια λιγότερο φοβική ηγεσία του ΚΚΕ θα έπρεπε μάλλον να χαίρεται, αντί να θορυβείται. Σε κάθε περίπτωση, τα διλήμματα έχουν τεθεί και ο διάλογος, εντός και εκτός ΚΚΕ, αναμένεται με ενδιαφέρον. Θα τον παρακολουθήσουμε από κοντά και δεν θα σταματήσουμε, όσες δυσκολίες κι αν συναντάμε, να αγωνιζόμαστε για την κοινή, ενιαιομετωπική δράση με το ΚΚΕ και τους αγωνιστές του. |
Τρίτη 10 Μαΐου 2011
Το ΚΚΕ και η κρίση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου