Ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου
Αναδημοσίευση από Αυγή
Ο Ρήγας, ο συγγραφέας αυτού του ύμνου, ήταν από το Βελεστίνο της Θεσσαλίας. Πήρε φιλελεύθερη μόρφωση και στην αρχή έγινε εκπαιδευτικός· δίδαξε αρχαία ελληνικά και γαλλικά στο Βουκουρέστι. Ήταν στην ορμή της νιότης, όταν ο θόρυβος της γαλλικής επανάστασης έφτασε στην Ελλάδα, και του έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε καθόρισε την τύχη του.
Θούριος
ήτοι ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος,
εις τον ήχον Μια προσταγή μεγάλη
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιό ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή.
ήτοι ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος,
εις τον ήχον Μια προσταγή μεγάλη
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιό ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζίρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ’φορμή.
Ελάτε μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας να γένη αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ' την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν:
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάνουν τον Όρκον:
Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας
«Ω Βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
στην γνώμην των τυράννων να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ’ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ’μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!».
Τέλος του όρκου
Σ’ ανατολή και δύση και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι να ’χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμασθ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ’ απ’ την τυραννίαν πήγαν στην ξενιτειά
στον τόπον του καθένας, ας έλθη τώρα πλια.
Και όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν,
εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιο και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφικιάλος σε ξένους βασιλείς;
Έλα να γένης στύλος δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή,
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάβα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανή,
το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί, μεγάλ’ ομόστε τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν’ της πατρίδος ν’ ακούστε τη λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν να βάλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κι εσείς, Μαλτέζοι, γενήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
Τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σιλήστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρτζή πλια μην κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ, που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας έναν μπέη κάμετε βασιλιά.
Χαράτσι της Αιγύπτου στην Πόλ’ ας μη φανή,
για να ψοφήσ’ ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου την ρίζαν, να χαθή!
Ν’ ανάψωμεν μια φλόγα σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξ’ από την Μπόσνα και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρζιαλήδες τον έκαμαν να ιδή
πως δεν μπορεί με τόπια μπροστά τους να εβγή.
Λοιπόν, γιατί αργείτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσετε, μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια
τ' άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά!
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν.
Στεριάς και του πελάγου να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση απ’ αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Ρήγας Βελεστινλής, Άπαντα τα σωζόμενα, τόμ. Ε΄, γενική επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2000 (περιλαμβάνεται και στο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Ρήγας Βελεστινλής. Ο οραματιστής της «Ελληνικής Δημοκρατίας», σειρά: Ιστορικ
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζίρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ’φορμή.
Ελάτε μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας να γένη αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ' την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν:
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάνουν τον Όρκον:
Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας
«Ω Βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
στην γνώμην των τυράννων να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ’ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ’μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!».
Τέλος του όρκου
Σ’ ανατολή και δύση και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι να ’χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμασθ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ’ απ’ την τυραννίαν πήγαν στην ξενιτειά
στον τόπον του καθένας, ας έλθη τώρα πλια.
Και όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν,
εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιο και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφικιάλος σε ξένους βασιλείς;
Έλα να γένης στύλος δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή,
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάβα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανή,
το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί, μεγάλ’ ομόστε τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν’ της πατρίδος ν’ ακούστε τη λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν να βάλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κι εσείς, Μαλτέζοι, γενήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
Τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σιλήστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρτζή πλια μην κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ, που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας έναν μπέη κάμετε βασιλιά.
Χαράτσι της Αιγύπτου στην Πόλ’ ας μη φανή,
για να ψοφήσ’ ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου την ρίζαν, να χαθή!
Ν’ ανάψωμεν μια φλόγα σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξ’ από την Μπόσνα και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρζιαλήδες τον έκαμαν να ιδή
πως δεν μπορεί με τόπια μπροστά τους να εβγή.
Λοιπόν, γιατί αργείτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσετε, μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια
τ' άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά!
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν.
Στεριάς και του πελάγου να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση απ’ αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Ρήγας Βελεστινλής, Άπαντα τα σωζόμενα, τόμ. Ε΄, γενική επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2000 (περιλαμβάνεται και στο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Ρήγας Βελεστινλής. Ο οραματιστής της «Ελληνικής Δημοκρατίας», σειρά: Ιστορικ
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου