Απείθαρχες σκέψεις βουτήξαν σε βυθούς πατρίδας
Δεν την γνώρισα. Τουλάχιστον ζωντανή. Κάποιες λίγες φωτογραφίες της, ένα χαμόγελο μάλλον καρφωμένο σε ένα λιπόσαρκο πρόσωπο, να αποτυπώνει περισσότερο περιέργεια και άγχος για το φωτογραφικό φακό παρά άνεση . Και έλαχε να την γνωρίσω περισσότερο, μέσα από ένα επιθανάτιο ρόγχο. Τον επιθανάτιο ρόγχο του γιου της, πριν λίγα χρόνια.
Ο πεθερός μου, υπήρξε ένας λιγομίλητος άνθρωπος, λιτός σε όλες του τις εκδηλώσεις, κοινωνικές, οικογενειακές, συναισθηματικές, πολύ σοβαρός, πολύ μετρημένος, πολύ αξιοπρεπής. Ένας εξαιρετικός νομικός παλαιάς κοπής, που όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει «προσπάθησα να υπηρετήσω με τον ίδιο σεβασμό, Θεό και Νόμο.»
Γεννημένος στο μεσοπόλεμο, σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο του 40. Και απόμεινε μοναχοπαίδι μιας χήρας αγρότισσας, που αν και ουσιαστικά αγράμματη καταλάβαινε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει για τον μοναχογιό της. Να τον σπουδάσει.
Και το έκανε με άπειρες θυσίες, με άπειρο κόπο, και με άπειρη αξιοπρέπεια.
Έδιωξε το γιο της από το χωριό στην πιο μεγάλη κοντινή πόλη να τελειώσει το γυμνάσιο, υποχρεώθηκε σε κάποιους μακρινούς συγγενείς να τον φιλοξενήσουν με το αζημίωτο, και κάθε μεσημέρι πηγαινορχόταν είτε με το λεωφορείο, είτε με τα πόδια -όταν ο μήνας τελείωνε και η πενιχρή σύνταξη δεν έφτανε και για το εισιτήριο του λεωφορείου-, πηγαίνοντας του κάθε μεσημέρι, φαγητό στην καστανιά- το μπρούτζινο ...τάπερ της εποχής-και το ψωμί τυλιγμένο σε ένα λινό πεσκίρι. Ίσως γιατί το αντίτιμο στους συγγενείς δεν έφτανε και για το μεσημεριανό του φαγητό, ίσως γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη ότι θα τον περιποιηθούν όπως του έπρεπε ή ίσως και για να τον βλέπει κάθε μέρα. Τον περίμενε στο σχόλασμα του, ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο του σχολείου, πήγαιναν λίγο παραπέρα σε ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας, ο νεαρός μαθητής έτρωγε, της έδινε πίσω την καστανιά, και στην ερώτηση του «εσύ έφαγες μάννα;»,η απάντηση της ήταν πάντα «φαγωμένη είμαι εγώ, γιε μου»
Συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου