Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Ο "Τζαίημς Μποντ"


του Κώστα Καναβούρη

 Ο γιος μου είναι 16 ετών. Όταν ήμουν στην ηλικία του, στην Ελλάδα είχαμε μαύρη χούντα κι όποιος δεν έζησε εκείνα τα χρόνια στην επαρχία δεν μπορεί να καταλάβει πόσο τεράστια ήταν η διαφορά της πίεσης μεταξύ κέντρου και επαρχίας. Ούτε η παραμικρή διέξοδος, ούτε μια αχτίδα φωτός. Ειδικά για τα παιδιά αριστερών οικογενειών.
Είδα, τότε, συμμαθητή μου (και απόλυτα φιλικής μας οικογένειας παιδί) να περιφρονείται κατάφωρα στο σχολείο από καθηγητές και οι γονείς του να είναι και οι δύο στην εξορία. Μέχρι τώρα απορώ πώς επιβίωσε ο παιδικός μου φίλος. Ταυτόχρονα είμαι βέβαιος ότι υπό άλλες συνθήκες διαφορετικά θα είχε ανθίσει και διαφορετική θα ήταν η ζωή του. Είμαι επίσης βέβαιος ότι εκείνο το παιδί με τον πλούσιο -αλλά βαθιά θλιμμένο- ψυχικό κόσμο, πολλά περισσότερα θα είχε να προσφέρει και στον εαυτό του και στην κοινωνία. Αυτό όμως είναι και το έγκλημα το διαρκές της κάθε χούντας και της κάθε καταπιεστικής βαρβαρότητας: το ότι σημαδεύει, συνθλίβει και περιθωριοποιεί από φόβο τους ανθρώπους στο διηνεκές.
Και το πιο εξοργιστικό είναι πως τη ζημιά την πληρώνει πάλι στο διηνεκές η κοινωνία, ενώ αντίθετα για την κάθε μορφής εξουσία οι θλιμμένοι, οι παραιτημένοι για τον οποιοδήποτε λόγο (το λέω με κάθε αίσθημα τιμής για όλους αυτούς τους ριζικούς ανθρώπους), οι λυπημένοι, οι φοβισμένοι, οι βιαίως σιωπηλοί, οι παιδαγωγημένοι από τη βία, αποτελούν βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής της εξουσίας και του συστήματος. Δηλαδή, από μορφή σε μορφή του συστήματος όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν μεταφερόμενα κέρδη προηγούμενης χρήσεως. Ανήκουν στανικά στο ολοένα αυξανόμενο αποθεματικό κεφάλαιο της εξουσίας.
Τέλος πάντων. Όταν, λοιπόν, είχα την ηλικία του γιου μου -παιδί χαρακτηρισμένων αριστερών- ήμουν "κάπως". Για την ακρίβεια, κάπως φιλοπερίεργος, κάπως ανήσυχος, κάπως δυσπειθής, κάπως φιλέρευνος, κάπως "αμαρτωλός" περί τα εξωσχολικά διαβάσματα... και γενικώς "κάπως". Μη φαντασθείτε επαναστάσεις και τα τοιαύτα. Η εποχή ήταν αρκετά ασφυκτική ώστε να επιτρέψει τις ανάσες. Πλην όμως, με όσα καταλάβαινα (στο σπίτι υπήρχε επίσης μια ομιλούσα, αλλά βαριά σιωπή, που επέτρεπε την έγερση, αλλά εμπόδιζε την πληροφορία από φόβο, με αποτέλεσμα το χάος στο μυαλό ενός εφήβου) και με όσες συγκεχυμένες πληροφορίες διέθετα, προσπαθούσα -περισσότερο διά της φαντασίας και λιγότερο διά της συγκρότησης- να διαμορφώσω αντιθέσεις και ενστικτωδώς να αμφισβητήσω, να ενοχλήσω, να συγκρουστώ με την εξουσία του δικού μου μικρόκοσμου που ήταν οι καθηγητές.
Οι αφορμές πάμπολλες. Καθηγητές φοβισμένοι (ένας που βρήκα πέρυσι το καλοκαίρι, και τον αγαπούσα πολύ, παραδέχθηκε τον φόβο), καθηγητές χαφιέδες της Ασφάλειας (ο ίδιος καθηγητής μού επιβεβαίωσε τις υποψίες που είχα για δυο-τρεις από δαύτους), όλα τα ζούδια του βουνού και του λόγγου δηλαδή. Κατά το μέτρο, το πλήρωσα. Ειδικά από έναν φιλόλογο στη (σημερινή) τρίτη λυκείου. Ο αγαπημένος του μαθητής είχε μυαλό τρωκτικού, ανάλογη ικανότητα ανάλυσης και σχεδίαζε σβάστικες στο τετράδιό του (πιστέψτε με, δεν είναι αποκύημα φαντασίας όλο αυτό). Ο συμμαθητής αυτός είναι σήμερα συνταξιούχος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού.
Ας αφήσουμε όμως τον φιλόλογο κι ας πάμε στον θεολόγο, έναν μισότρελο που κυκλοφορούσε με βαρύ παλτό μέχρι το τέλος Ιουνίου και του οποίου το παρατσούκλι ήταν Τζαίημς Μποντ για την ακάματη προσπάθειά του να ανακαλύπτει μαθητές με παραβατική συμπεριφορά είτε σχολική (να καπνίζουν στις τουαλέτες, ας πούμε) είτε εξωσχολική (να κυκλοφορούν χωρίς το σήμα του σχολείου στο πέτο, να πηγαίνουν στα "ακατάλληλα" κινηματογραφικά έργα και άλλα παρόμοια εγκλήματα) και να τους στέλνει στον γυμνασιάρχη (λυκειάρχης δεν υπήρχε) για την αναπόφευκτη αποβολή που τότε ήταν αληθινός στιγματισμός. Θυμάμαι ακόμη τη χαρά του "Τζαίημς Μποντ" επί τη συλλήψει κάποιου παραβάτη. Εγώ, λοιπόν, μ' αυτόν είχα ανοιχτούς λογαριασμούς. Δεν τον άφηνα σε χλωρό κλαδί με τις ερωτήσεις μου.
Γελοίος και μικρόνους, όπως ήταν, αποσυντονιζόταν. Πριν ακόμη μπει στην τάξη. Μόλις έμπαινε, με καλούσε να καθίσω στο πρώτο κάθισμα που ήταν κενό, σ' ένα ιδιότυπο είδος προϊδεασμού τιμωρίας. "Μα δεν έκανα τίποτε, κύριε καθηγητά", διαμαρτυρόμουν. "Για να μην κάνεις", ήταν η απάντηση. Τουθόπερ μεταφραζόμενο σήμαινε "για να μη ρωτήσεις". Για να φοβηθείς και να μη ρωτήσεις. Πλην, όμως, ρωτούσα. Και τότε ερχόταν η τιμωρία. "Πέρασε έξω, ανάγωγε". Διότι αυτό ακριβώς είναι η πολιτική αγωγή της εξουσίας: να πετάει έξω, να περιθωριοποιεί, να στοχοποιεί οποιονδήποτε θέτει ερωτήματα και περιμένει απαντήσεις από εκείνους που έχουν υποχρέωση να δίνουν απαντήσεις. Έτσι, διά της τιμωρίας, ο μεν εξουσιαστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση απάντησης και ο λόγος του αυτομάτως μετατρέπεται σε ιερό, ο δε αμφισβητίας διά της τιμωρίας ακυρώνεται, αφού η αμφισβήτησή του διαλύεται μέσα στο αναπάντητο του φόβου ως να μην υπήρξε ποτέ.
Όλα αυτά θυμήθηκα όταν ο 16χρονος γιος μου μου είπε τη φράση του μπάτσου που τον συνέλαβε την ώρα που πήγαινε στη διαδήλωση: "Πάμε μέσα για να μην κάνεις τίποτα". Γιατί, βλέπετε, τα πράγματα προχώρησαν. Σήμερα έχουμε δημοκρατία. Και ο σκαιάς φαιότητας -μοναδικός Έλληνας πολιτικός που παρασημοφορήθηκε από το FBI- υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Χρυσοχοΐδης, θεώρησε ότι έτσι προστατεύεται η Δημοκρατία: μαρκάροντας με το πυρωμένο σίδερο του φόβου ένα 16χρονο παιδί "για να μην κάνει".
Να μη θέσει, δηλαδή, ερωτήματα τα οποία έχει υποχρέωση να απαντήσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά ένα πράγμα ξεχνούν οι φαιοί της καταστολής, του πρωθυπουργού και του εσμού του συμπεριλαμβανομένων: ότι τα αναπάντητα ερωτήματα δεν είναι απάντηση. Είναι θρυαλλίδα. Και μια σημείωση: Είμαι περήφανος για το παιδί μου, που με δική του απόφαση πήγαινε στη διαδήλωση. Και που θα πάει και σε άλλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: